Στο NBA κάθε παίκτης μπορεί να έχει την βραδιά του. Δεν είναι άλλωστε λίγες οι φορές που εμφανίζεται κάποιος από το πουθενά για να βάλει «φωτιά» στο αντίπαλο καλάθι με τον Eric Gordon των Rockets και τον Khris Middleton των Bucks να προστίθενται σε μια μεγάλη λίστα παικτών που έχουν σκοράρει 50+ πόντους χωρίς να το περιμένει κανείς.

Μάλιστα οι εν λόγω κύριοι το πέτυχαν σε back to back βραδιές με τον Gordon να κάνει την αρχή την Κυριακή (27/1) και τον Middleton να ακολουθεί την Δευτέρα (28/1). Χωρίς τον James Harden και τον Russell Westbrook το Houston κανονικά δεν θα είχε καμία τύχη απέναντι στους εξαιρετικά φορμαρισμένους Jazz, αλλά ο Gordon κατάφερε να τους κερδίσει μόνος του πραγματοποιώντας την κορυφαία εμφάνιση της καριέρας του. Σκόραρε 50 πόντους έχοντας 6/11 τρίποντα ώστε η ομάδα του να επικρατήσει 126-177 και εξάλειψε το προηγούμενο ατομικό ρεκόρ του, που κρατούσε από το 2009.

Με την φανέλα των Clippers στις 23 Ιανουαρίου εκείνης της χρονιάς είχε πετύχει 41 πόντους με 5/7 τρίποντα στο 107-104 επί των Thunder. Τα 11 χρόνια που μεσολάβησαν προκειμένου να ξεπεράσει ξανά τους 40 πόντους αποτελούν το μεγαλύτερο διάστημα στην ιστορία του NBA ανάμεσα σε δύο τέτοια παιχνίδια για έναν παίκτη. Φέτος ο Gordon έχει μέσο όρο 16.3 πόντους και μέχρι πρότινος είχε σημειώσει πάνω από 20 πέντε φορές με καλύτερη επίδοση τους 27 (6/13 τρίποντα) που έβαλε στη νίκη επί των Timberwolves με 131-124 στις 24 Ιανουαρίου.

Ο Middleton επίσης χρειάστηκε να αναλάβει δράση εν τη απουσία του καλύτερου συμπαίκτη του. Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο δεν ήταν σε θέση να αγωνιστεί στην αναμέτρηση με τους Wizards, όμως ο 28χρονος forward κάλυψε και με το παραπάνω το κενό του. Έκανε ρεκόρ καριέρας πετυχαίνοντας 51 πόντους με 7/10 τρίποντα και έχοντας ακόμα 10 ριμπάουντ και 6 ασίστ οδήγησε τους Bucks στη νίκη με 151-131. Το προηγούμενο career high του κρατούσε από την 1η Νοεμβρίου του 2017 όταν είχε φτάσει τους 43 πόντους στην ήττα του Milwaukee από τους Hornets με 126-121.

Αυτή τη σεζόν ο Middleton σκοράρει 20.2 πόντους ανά αγώνα και νωρίτερα είχε βάλει πάνω από 30 δύο φορές, με τους 31 πόντους που είχε σημειώσει ανήμερα των Χριστουγέννων στην ήττα από τους Sixers με 121-103 να είναι το προηγούμενο season high του. Αποτελεί τον 5ο παίκτη στην ιστορία των Bucks που ξεπερνάει τους 50 πόντους σε έναν αγώνα μετά τον Kareem Abdul-Jabbar, τον Michael Redd, τον Brandon Jennings και τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, αλλά σίγουρα δεν ήταν ούτε αυτός ένας από τους παίκτες που θα περιμέναμε να βάλει τόσους πολλούς πόντους σε ένα παιχνίδι.

Όπως αυτοί οι δύο έτσι και οι υπόλοιποι παίκτες που έχουν πετύχει απρόσμενες «50άρες» στο NBA έκαναν την εμφάνιση της ζωής του και φυσικά ο καθένας έχει την δική του μικρή ξεχωριστή ιστορία. Ας τους δούμε λοιπόν με αλφαβητική σειρά.

Mahmoud Abdul-Rauf

Το 1990 οι Nuggets τον είχαν επιλέξει στο νούμερο τρία του draft με το όνομα Chris Jackson (λίγο καιρό μετά ασπάστηκε τον Ισλαμισμό) ως έναν πολλά υποσχόμενο point guard. Αν και δεν δικαίωσε ποτέ τις προσδοκίες που υπήρχαν για τις ικανότητες του υπήρξε μία βραδιά που τις ξεδίπλωσε πλήρως στο παρκέ. Στις 7 Δεκεμβρίου του 1995 σκόραρε 51 πόντους με 9/14 τρίποντα στη νίκη επί των Jazz με 124-119 και συνέχισε κάνοντας την κορυφαία σεζόν της καριέρας του στο NBA κατά την οποία είχε μέσο όρο 19.2 πόντους και 6.8 ασίστ. Μερικές μέρες πριν είχε πετύχει το προηγούμενο ατομικό ρεκόρ του με 39 πόντους και 8/11 τρίποντα, αλλά μετά το 1996 η απόδοση του δεν έπιασε ποτέ τα ίδια στάνταρ.

Michael Adams

Ο βραχύσωμος (1.78 μέτρα) point guard έγινε βασικός στους Nuggets στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και από τους 15.5 πόντους που είχε μέσο όρο το 1990 την επόμενη χρονιά έκανε μια απίστευτη σεζόν φτάνοντας τους 26.5 πόντους και τις 10.5 ασίστ ανά αγώνα. Κατά την διάρκεια της και συγκεκριμένα στις 23 Μαρτίου του 1991 πραγματοποίησε την κορυφαία εμφάνιση της καριέρας του με 54 πόντους και 7/16 τρίποντα στην ήττα από τους Bucks στην παράταση με 140-136. Πριν από εκείνη τη σεζόν είχε σκοράρει μόλις δύο φορές πάνω από 30 πόντους.

Nick Anderson

Παρότι αποτελούσε αξιόπιστη λύση επιθετικά δεν ήταν ποτέ μεγάλος σκόρερ, αλλά είχε και αυτός την αναπάντεχη «έκρηξη» του. Στις 23 Απριλίου του 1993 ήρθε από τον πάγκο για να σκοράρει 50 πόντους και να οδηγήσει τους Magic σε νίκη επί των Nets με 119-116 σε ένα παιχνίδι που όμως έμεινε στην ιστορία επειδή ο Shaquille O’Neal κατεδάφισε την μπασκέτα. Μέχρι και πέρυσι ο 25χρονος τότε shooting guard αποτελούσε τον μόνο παίκτη στην ιστορία του NBA που είχε πετύχει 50 πόντους ερχόμενος από τον πάγκο.

Dana Barros

Όλη η καριέρα του στο NBA συνοψίζεται θα έλεγε κανείς σε μία χρονιά. Το 1995 ο τότε βασικός point guard των Sixers είχε μέσο όρο 20.6 πόντους και 7.5 ασίστ με αποτέλεσμα να αναδειχτεί πιο βελτιωμένος παίκτης του πρωταθλήματος και να γίνει All-Star για πρώτη και μοναδική φορά. Δεν είχε παίξει, ούτε έπαιξε ξανά, τόσο καλά και εξέπληξε τους πάντες όταν στις 14 Μαρτίου έβαλε 50 πόντους με 6/8 τρίποντα στην ήττα της ομάδας του από τους Rockets με 136-107.

Corey Brewer

Αυτή και αν ήταν απρόσμενη «50άρα». Σε όλη την πορεία του στο NBA ο Brewer φημιζόταν για τις αμυντικές ικανότητες του και ήταν ένας χρήσιμος ρολίστας που βοηθούσε και επιθετικά, αλλά μέχρι ενός σημείου. Στις 11 Απριλίου του 2014 όμως πήρε «φωτιά» και έβαζε τα πάντα με την στατιστική του να καταγράφει 51 πόντους και τους Timberwolves να κερδίζουν τους Rockets 112-110. Μάλιστα είχε ισοφαρίσει το ρεκόρ του Kevin Love για τους περισσότερους πόντους από παίκτη της Minnesota το οποίο από τότε έχει σπάσει δύο φορές.

Willie Burton

Μετά από τέσσερα χρόνια στο Miami οι Heat τον έστειλαν στους Sixers και όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι τον είδαν να τους κερδίζει κάνοντας την κορυφαία εμφάνιση της καριέρας του. Μέχρι τις 13 Δεκεμβρίου του 1994 ο 26χρονος τότε small forward δεν είχε πετύχει ποτέ παραπάνω από 28 πόντους σε έναν αγώνα, αλλά φόρτωσε το καλάθι τους με 53 (5/8 τρίποντα) προκειμένου η Philadelphia να επικρατήσει 105-90. Τα 19 σουτ που επιχείρησε αποτελούν μέχρι και σήμερα τα λιγότερα που έχει χρειαστεί ένας παίκτης στην ιστορία του NBA για να σκοράρει 50 πόντους. Αυτή ήταν η καλύτερη του σεζόν (είχε μέσο όρο 15.3 πόντους) και η τελευταία που είχε ρόλο πρωταγωνιστή, αφού μέχρι το 1999 που αποσύρθηκε αγωνίστηκε συνολικά σε 40 αγώνες.

Cedric Ceballos

Το Σεπτέμβρη του 1994 πήγε με ανταλλαγή από τους Suns στους Lakers για να γίνει ο βασικός τους small forward και χρειάστηκε μόλις 22 εμφανίσεις με την φανέλα τους για να κάνει το παιχνίδι της ζωής του. Στις 20 Δεκεμβρίου εκείνης της χρονιάς σκόραρε 50 πόντους στη νίκη επί των Timberwolves με 108-95 και έγινε ο πρώτος παίκτης των Lakers που έφτασε αυτό το νούμερο μετά τον Gail Goodrich το 1975. To 1995 ήταν η κορυφαία σεζόν του (είχε μέσο όρο 21.7 πόντους) και μάλιστα έγινε All-Star, αλλά δεν μπόρεσε να αγωνιστεί λόγω τραυματισμού με αποτέλεσμα το NBA να τον αντικαταστήσει με τον Dikembe Mutombo.

Phil Chenier

Το 1972 ήταν ένας rookie shooting guard που πετύχαινε κάτι παραπάνω από 12 πόντους ανά αγώνα, αλλά η δεύτερη του σεζόν στο NBA ξεκίνησε με περισσότερους από 20 πόντους σε εφτά συνεχόμενα παιχνίδια. Ακόμα και έτσι κανείς δεν περίμενε πως στις 6 Δεκεμβρίου του 1972 θα έφτανε τους 53 πόντους στη νίκη των Bullets (οι σημερινοί Wizards) επί των Blazers με 115-102. Αυτή ήταν η αρχή μιας πολύ καλής πενταετίας κατά την οποία οι μέσοι όροι του στην επίθεση έφταναν ή ξεπερνούσαν τους 20 πόντους και εκτός του ότι τον έκαναν τρεις φορές All-Star, τον μετέτρεψαν και σε έναν από τους σημαντικότερους παίκτες που είχε ποτέ η Washington, η οποία πριν δύο χρόνια απέσυρε προς τιμήν του το νούμερο «45».

Jamal Crawford

Σπουδαίος σκόρερ που δεν έπρεπε να βρίσκεται σε αυτή τη λίστα, αφού κάποτε είχε την «50άρα» για πλάκα, όμως όταν στα 39 σου βάζεις 51 πόντους όπως και να το κάνουμε είναι αναπάντεχο. Στο τελευταίο παιχνίδι των Suns για την περασμένη σεζόν λοιπόν έγραψε ιστορία. Η ομάδα του μπορεί να έχασε από τους Mavericks 120-109, αλλά ο ίδιος με 51 πόντους και 7/13 τρίποντα έγινε ο μεγαλύτερος σε ηλικία παίκτης στην ιστορία του NBA που σημειώνει 50 πόντους σε έναν αγώνα και αυτός που πετυχαίνει τους περισσότερους πόντους έχοντας έρθει από τον πάγκο.

Tony Delk

Στην 5η του σεζόν στο NBA κατάφερε να γίνει μία από τις καλύτερες επιθετικές λύσεις που διέθεταν οι Suns σκοράροντας 12.3 πόντους ανά αγώνα ερχόμενος από τον πάγκο. Κατά την διάρκεια της χρονιάς χρειάστηκε να παίξει βασικός σε 10 συνεχόμενα παιχνίδια και σε αυτό απέναντι στους Kings στις 2 Ιανουαρίου του 2001 έκανε πράγματα και θαύματα σταματώντας στους 53 πόντους. Το Phoenix έχασε 121-117 στην παράταση και ο ίδιος από τότε έκανε άλλη μία σεζόν με διψήφιο μέσο όρο πόντων, ενώ σε όλη του την καριέρα δεν σκόραρε ποτέ πάνω από 27 πόντους.

Jim Jackson

Δεν έγινε ποτέ ο shooting guard που περίμεναν οι Mavericks όταν τον διάλεξαν στο νούμερο τέσσερα στο draft του 1992, όμως στην μόνη χρονιά που η απόδοση του δικαιολόγησε τις προσδοκίες τους έκανε μια απίστευτη εμφάνιση. Στις 26 Νοεμβρίου του 1994 σκόραρε 50 πόντους βοηθώντας την ομάδα του να επιστρέψει από το -25 του πρώτου ημιχρόνου και να κερδίσει τους Nuggets στην παράταση 124-123. Έτσι ισοφάρισε το τότε ρεκόρ για τους περισσότερους πόντους από παίκτη του Dallas, που είχε κάνει πριν δύο εβδομάδες ο συμπαίκτης του Jamal Mashburn, αλλά τον Φεβρουάριο του 1995 τραυματίστηκε σοβαρά στον αστράγαλο και δεν ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος παίκτης (σ.σ. εκείνη η σεζόν ήταν με διαφορά η κορυφαία της καριέρας του στο NBA καθώς σκόραρε 25.7 πόντους ανά αγώνα).

Brandon Jennings

Δύσκολα στις μέρες μας περιμένει κανείς από έναν rookie να βάλει 50 πόντους σε ένα παιχνίδι. Παρόλα αυτά ο Jennings στα 20 του (σ.σ. ο νεαρότερος παίκτης στην ιστορία του NBA που σκοράρει 50+ πόντους σε ένα παιχνίδι) τα είχε καταφέρει σταματώντας στους 55 με 7/8 τρίποντα στη νίκη των Bucks επί των Warriors με 129-125 στις 14 Νοεμβρίου του 2009. Από τότε κατέχει το ρεκόρ πόντων για rookie του Milwaukee σπάζοντας αυτό του Kareem Abdul-Jabbar (51 πόντοι) που κρατούσε από το 1970, ενώ η επίδοση του αποτελεί την κορυφαία για rookie στο NBA από το 1968 και μετά. Κι όλα αυτά ενώ στο πρώτο δωδεκάλεπτο είχε μείνει στο μηδέν.

Billy Knight

Ο βασικός center των Pacers στις αρχές της δεκαετίας του ’80 δεν φημιζόταν για την ευχέρεια του στο σκοράρισμα. Παρόλα αυτά ήταν ο πρώτος παίκτης τους που ξεπέρασε τους 50 πόντους σε έναν αγώνα, όταν στις 11 Νοεμβρίου του 1980 τους βοήθησε να κερδίσουν τους Spurs 119-113 πετυχαίνοντας 52 (σ.σ. εκείνη η σεζόν ήταν η κορυφαία της καριέρας του με 17.3 πόντους ανά αγώνα). Το ρεκόρ του κράτησε μέχρι το Νοέμβριο του 1992 όταν το έσπασε ο Reggie Miller βάζοντας 57 πόντους.

Rudy LaRusso

Στις 14 Μαρτίου του 1962 σε ένα παιχνίδι που οι Lakers δεν είχαν ούτε τον Jerry West, ούτε τον Elgin Baylor έπρεπε κάποιος άλλος να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Αυτός ήταν ο βασικός τους power forward που μπορεί να σκόραρε κατά μέσο όρο 17.2 πόντους, αλλά η αναμέτρηση με τους τότε St. Louis Hawks ήταν προσωπική του υπόθεση. Στην προηγούμενη συνάντηση των δύο ομάδων είχε κάνει ρεκόρ καριέρας με 42 πόντους, όμως η δική του είχε ηττηθεί 134-125 και έτσι αυτή τη φορά φρόντισε να βάλει 50 και να μαζέψει 19 ριμπάουντ ώστε να επικρατήσει 125-115.

Rashard Lewis

Καλός σκόρερ που άμα «ζεσταινόταν» δεν έχανε σουτ. Ακόμα κι έτσι δύσκολα πίστευε κανείς πως θα τον δει να βάζει 50 πόντους ειδικά πριν έρθουν τα καλύτερα χρόνια της καριέρας του. Κι όμως στις 31 Οκτωβρίου του 2003 είχε οδηγήσει τους Sonics σε νίκη επί των Clippers με 124-105 έχοντας ακριβώς 50 στην δεύτερη από τις δύο αναμετρήσεις των δύο ομάδων που έγιναν στην Ιαπωνία. Ολοκλήρωσε τη σεζόν με μέσο όρο 17.8 πόντους και ακολούθησαν τρεις συνεχόμενες με παραπάνω από 20 ανά αγώνα κατά τις οποίες έφτασε κοντά σε αυτό το νούμερο ξεπερνώντας δύο φορές τους 40 πόντους.

Jamal Mashburn

Ο πρώτος παίκτης στην ιστορία των Mavericks που πέτυχε 50 πόντους σε ένα παιχνίδι. Επιλογή τους στο νούμερο τέσσερα στο draft του 1993 που, όπως και ο Jim Jackson στον οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω, εκτίναξε την απόδοση του το 1995 φτάνοντας να σκοράρει 24.1 πόντους ανά αγώνα. Βέβαια κανείς δεν περίμενε πως μόλις στο τέταρτο παιχνίδι της σεζόν θα φόρτωνε με 50 το καλάθι των Bulls. Το Dallas στις 12 Νοεμβρίου του 1994 κέρδισε το Chicago στην παράταση με 124-120 και ο 21χρονος τότε small forward έγινε ο τότε 4ος νεαρότερος παίκτης στην ιστορία του NBA που φτάνει τους 50 πόντους σε ένα παιχνίδι.

Vernon Maxwell

Ο καλύτερος σουτέρ τριών πόντων του NBA στις αρχές της δεκαετίας του ’90 σε μία από τις καλύτερες σεζόν της καριέρας του (σ.σ. το 1991 είχε μέσο όρο 17 πόντους) έκανε ένα απίστευτο παιχνίδι. Στις 26 Ιανουαρίου του 1991 πέτυχε τους 30 από τους 51 πόντους του στην 4η περίοδο ώστε οι Rockets να κερδίσουν τους Cavaliers 103-97 και έγινε μόλις ο 4ος παίκτης στην ιστορία του NBA που σημειώνει 30 πόντους σε ένα δωδεκάλεπτο (σ.σ. πλέον ο αριθμός των παικτών που το έχουν πετύχει έχει φτάσει τους εννιά).

Kevin McHale

Πριν καθιερωθεί ως ένας από τους κορυφαίους power forward στην ιστορία του NBA έκανε καριέρα ως έκτος παίκτης. Πήρε το βραβείο του καλύτερου αναπληρωματικού το 1984 και το 1985, αφού είχε ήδη αρχίσει να δείχνει πως μπορεί να κυριαρχήσει κάτω από τα καλάθια και στις 3 Μαρτίου του 1985 άφησε τους φιλάθλους της Βοστόνης με το στόμα ανοικτό. Οι Celtics κέρδισαν τους Pistons 138-129 και ο McHale, που ήταν βασικός σε εκείνο το παιχνίδι, έγινε ο παίκτης που έχει σημειώσει τους περισσότερους πόντους στην ιστορία τους σε έναν αγώνα σταματώντας στους 56. Βέβαια το ρεκόρ του δεν κράτησε πολύ, αφού μερικές μέρες μετά ο Larry Bird έβαλε 60 πόντους στους Hawks.

Andre Miller

Στα 33 του φάνταζε αδιανόητο να κάνει μια τέτοια εμφάνιση ειδικά από τη στιγμή που το δυνατό του σημείο ήταν πάντα η οργάνωση καθότι point guard και όχι η εκτέλεση. Κι όμως στις 30 Ιανουαρίου του 2010 φόρτωσε το καλάθι των Mavericks με 52 πόντους έχοντας 22/31 σουτ και οι Blazers κέρδισαν στην παράταση 114-112 με δικό του καλάθι να οδηγεί την αναμέτρηση στο έξτρα πεντάλεπτο.

Tracy Murray

Σε μία από τις καλύτερες του σεζόν είχε και αυτός μια ονειρική βραδιά. Σε ένα από τα λίγα παιχνίδια που βρέθηκε στην βασική πεντάδα των Wizards (σ.σ. αποτελούσε τον έκτο παίκτη τους έχοντας μέσο όρο 15.1 πόντους) σκόραρε 50 πόντους στη νίκη με 99-87 επί των Warriors στις 10 Φεβρουαρίου του 1998. Από τότε δεν έπαιξε ποτέ ξανά έτσι και τα επόμενα χρόνια είχε ιδιαίτερα περιορισμένο ρόλο σε όλες τις ομάδες του.

Mike Newlin

Στα οκτώ χρόνια που έπαιξε στους Rockets δεν έβαλε ποτέ περισσότερους από 38 πόντους σε ένα παιχνίδι. Παρότι ήταν ένας σχετικά αξιόπιστος shooting guard η απόδοση του είχε πάρει την κάτω βόλτα και μετά από 10.2 πόντους ανά αγώνα το 1979 παραχωρήθηκε τους Nets. Στο New Jersey (η έδρα των Nets πριν το Brooklyn) δεν ξαναβρήκε απλά τον εαυτό του, αλλά ήταν καλύτερος από ποτέ. Έφτασε να έχει μέσο όρο 20.9 πόντους και στις 16 Δεκεμβρίου του 1979 σκόραρε 52 (ρεκόρ στην ιστορία των Nets που πλέον κατέχει ο Deron Williams με 57 πόντους) στην ήττα από τους Celtics με 115-112 στην παράταση.

Clifford Robinson

Βρίσκεται σε αυτή τη λίστα γιατί η μεγάλη βραδιά του δεν ήρθε στα καλύτερα του χρόνια, αλλά την εποχή που φαινόταν πως η καριέρα του έχει πάρει την κατιούσα. Από παίκτης των 20 πόντων και All-Star (1994) στους Blazers βρέθηκε να μπαινοβγαίνει στην πεντάδα των Suns. Έστω και για μία σεζόν βρέθηκε σε πολύ καλή κατάσταση και ανέβασε τα νούμερα στην επίθεση στους 18.5 πόντους και στις 16 Ιανουαρίου του 2000 το «κοντέρ» του έγραψε 50 στη νίκη επί των Nuggets με 113-100.

Derrick Rose

Μετά από αρκετά χρόνια γεμάτα τραυματισμούς βρήκε τον παλιό καλό εαυτό του πέρυσι στους Timberwolves και το «ανακοίνωσε» με την μεγαλύτερη εμφάνιση της καριέρας του. Παρότι την τελευταία διετία είχε παίξει μόνο σε 25 αγώνες στις 31 Οκτωβρίου του 2018 σημείωσε 50 πόντους οδηγώντας τους σε νίκη 128-125 επί των Jazz που, όπως και ο υπόλοιπος κόσμος, μάλλον δεν πίστευαν όσα έβλεπαν.

Terrence Ross

Το 2014 μπορεί να είχε μέσο όρο μόλις 10.6 πόντους, όμως αυτό δεν τον εμπόδισε να σκοράρει 51 κόντρα στους Clippers στις 25 Ιανουαρίου. Είχε 10/17 τρίποντα, αλλά οι Raptors ηττήθηκαν 126-118 παρότι ισοφάρισε το ρεκόρ για τους περισσότερους πόντους από παίκτη τους, το οποίο είχε κάνει το 2000 ο Vince Carter και πλέον κατέχει ο DeMar DeRozan με 52.

Charles Smith

Οι Sixers τον είχαν πάρει στο νούμερο τρία στο draft του 1988 και τον είχαν ανταλλάξει το ίδιο βράδυ με τον Hersey Hawkins των Clippers. Στο Los Angeles εξελίχτηκε γρήγορα σε πρωταγωνιστή και την 3η του σεζόν σκόραρε κατά μέσο όρο 20 πόντους. Παρότι δεν έκανε συχνά πολύ μεγάλες εμφανίσεις (το ρεκόρ καριέρας του έως τότε ήταν οι 40 πόντοι, ενώ είχε ξεπεράσει τους 30 σε λιγότερα από 10 παιχνίδια) στις 8 Δεκεμβρίου του 1990 βρήκε απέναντι του την χειρότερη άμυνα όλων των εποχών και ξεσάλωσε.

Οι Nuggets εκείνη τη σεζόν δέχονταν 130.8 πόντους ανά αγώνα και ο 25χρονος τότε power forward είχε σταματήσει στους 52 με την ομάδα του να κερδίζει 137-121. Μέχρι και σήμερα η επίδοση του αποτελεί την κορυφαία στην ιστορία των Clippers μαζί με αυτήν του Bob McAdoo που είχε φτάσει τους 52 πόντους τόσο το 1974 όσο και το 1976 όταν ακόμα ονομάζονταν Buffalo Braves.

Phil Smith

Ως rookie το 1975 κατέκτησε το πρωτάθλημα με τους Warriors έχοντας συμπληρωματικό ρόλο. Την επόμενη χρονιά όμως έγινε ο βασικός τους shooting guard και από τους 7.7 πόντους που είχε ανά αγώνα η επιθετική του συγκομιδή εκτινάχτηκε στους 20 με αποτέλεσμα να κληθεί στο All-Star Game. Έτσι στις 8 Ιανουαρίου του 1976 φόρτωσε το καλάθι των Suns με 51 πόντους (έως τότε δεν είχε σκοράρει παραπάνω από 27) ώστε η ομάδα του να επικρατήσει 129-113. Μέχρι τότε μόνο τρεις παίκτες των Warriors είχαν ξεπεράσει τους 50 πόντους σε ένα παιχνίδι. Ο Joe Fulks (μέλος του Hall of Fame) το 1949 και ο Wilt Chamberlain με τον Rick Barry που είναι δύο από τους μεγαλύτερους σκόρερ στην ιστορία του NBA.

Damon Stoudamire

Ο rookie της χρονιάς για το 1996 δεν είχε την ανάλογη εξέλιξη. Στους Raptors ήταν ένας εκκολαπτόμενος σταρ, αλλά στους Blazers δεν ήταν το πρώτο «βιολί» παρότι επί χρόνια αποτελούσε τον βασικό point guard τους. Σκόραρε περίπου 13 πόντους ανά αγώνα και μετά από μια τραγική σεζόν που ο μέσος όρος του έπεσε στους 6.9 επανήλθε δριμύτερος. Το 2005 στην τελευταία του χρονιά στο Portland έφτασε να σκοράρει 15.8 πόντους και στις 14 Ιανουαρίου έκανε το παιχνίδι της ζωής του βάζοντας 54 πόντους με 8/16 τρίποντα στην ήττα της ομάδας του από τους Hornets με 112-106. Το προηγούμενο ρεκόρ καριέρας του ήταν οι 36 τους οποίους είχε φτάσει τέσσερις φορές μέσα στη σεζόν το 1998 με το Toronto. Στο τέλος της σεζόν οι Blazers δεν ανανέωσαν το συμβόλαιο του και μετά από τρία χρόνια αποσύρθηκε, αφού ο ρόλος που είχε στις επόμενες ομάδες του ήταν μηδαμινός.

Walt Wesley

Εδώ πρόκειται για μια ιστορία εκδίκησης. Ο Wesley ήταν η επιλογή των Cincinnati Royals (σ.σ. οι σημερινοί Sacramento Kings) στο νούμερο έξι στο draft του 1966, αλλά επί τρία χρόνια ήταν ο αναπληρωματικός τους center και τελικά παραχωρήθηκε στους Bulls όπου είχε τον ίδιο ρόλο. Το 1971 όμως πήρε την ευκαιρία που περίμενε από τους νεοσύστατους Cleveland Cavaliers με τους οποίους είχε 17.7 πόντους ανά αγώνα και απέναντι στην πρώτη ομάδα του φρόντισε να γράψει το όνομα του μια για πάντα στην ιστορία.

Στις 19 Φεβρουαρίου του 1971 οι Cavs κέρδισαν τους Royals 125-109 με τον Wesley να σημειώνει 50 πόντους στην με διαφορά κορυφαία εμφάνιση της καριέρας του, αφού από εκεί και πέρα η απόδοση του ήταν μόνιμα σε κάθετη πτώση. Παρόλα αυτά μέχρι και το 2005 ήταν ο κάτοχος του ρεκόρ για τους περισσότερους πόντους από παίκτη των Cavaliers το οποίο έσπασε ο LeBron James (σ.σ. στην πορεία το διεύρυνε φτάνοντας τους 57 πόντους και το μοιράζεται πλέον με τον Kyrie Irving).

Freeman Williams

Ο δεύτερος σκόρερ στην ιστορία του NCAA δεν έπιασε ποτέ στο NBA, αλλά είχε και αυτός την μία και μοναδική μεγάλη βραδιά του. Μετά από τέσσερα χρόνια και 3.249 πόντους με το Portland State στο Κολεγιακό Πρωτάθλημα επελέγη από τους Celtics στο νούμερο 8 στο draft του 1978, όμως δόθηκε άμεσα με ανταλλαγή στους Clippers που τότε είχαν έδρα το San Diego. Ύστερα από μια κακή πρώτη χρονιά φάνηκε να βρίσκει τα πατήματα του και παρότι δεν έγινε ο βασικός τους shooting guard έφτασε να έχει μέσο όρο 18.6 πόντους το 1980. Στις 19 Ιανουαρίου εκείνης της χρονιάς πέτυχε την δεύτερη καλύτερη επίδοση στην ιστορία της ομάδας στο σκοράρισμα σταματώντας στους 51 πόντους στην ήττα από τους Suns με 137-123.

Η επόμενη σεζόν ήταν η κορυφαία της καριέρας του. Σκόραρε 19.3 πόντους ανά αγώνα και ήταν ο πρώτος παίκτης στην ιστορία των Clippers που αναδείχτηκε παίκτης του μήνα. Μάλιστα μέχρι τον επόμενο, που ήταν ο Elton Brand, χρειάστηκε να περάσουν 25 χρόνια. Από εκεί και μετά δεν έπαιξε ποτέ ξανά τόσο καλά και έτσι μέσα στην επόμενη διετία βρέθηκε να αγωνίζεται στο CBA (το δεύτερο τη τάξει πρωτάθλημα των ΗΠΑ τότε) και αργότερα στις Φιλιππίνες, όπου έμεινε στην ιστορία επειδή έβαλε 83 πόντους με 10 εύστοχα τρίποντα σε ένα παιχνίδι.

Mo Williams

Ένας από τους καλύτερους σουτέρ των τελευταίων 15 χρόνων που έκανε όνομα στους Cavaliers κατά την πρώτη θητεία του LeBron James στο Cleveland ως ο βασικός τους point guard. Μάλιστα το 2009 στην κορυφαία σεζόν της καριέρας του έφτασε να σκοράρει 17.8 πόντους ανά αγώνα και έγινε All-Star (σ.σ. είχε κληθεί να αντικαταστήσει τον τραυματία Chris Bosh). Ήταν τόσο εντυπωσιακός που μέσα στη σεζόν πέτυχε 44 και 43 πόντους με 7/9 και 7/12 τρίποντα αντίστοιχα, αλλά η κορυφαία εμφάνιση της καριέρας του ήρθε αρκετά χρόνια αργότερα.

Οι τραυματισμοί δεν του επέτρεψαν να παραμείνει σε αυτό το επίπεδο και έτσι το 2015 έβγαζε το ψωμί του στους Timberwolves, τους οποίους στις 13 Ιανουαρίου εκείνης της χρονιάς είχε οδηγήσει σε νίκη επί των Pacers με 110-101 σημειώνοντας 52 πόντους (ρεκόρ για παίκτη της Minnesota που αργότερα ξεπέρασε ο Karl-Anthony Towns φτάνοντας τους 56 πόντους) με 6/11 τρίποντα. Ένα μήνα μετά όμως τον έστειλαν με ανταλλαγή στους Hornets, αφού με την φανέλα τους είχε μόλις 12.2 πόντους ανά αγώνα.

Ray Williams

Ο παίκτης που πήραν οι Knicks στο νούμερο 10 στο draft του 1977. Point guard και αξιόπιστος σκόρερ, έκανε τρεις πολύ καλές σεζόν στο NBA και στην 3η εξ αυτών πραγματοποίησε μια απίστευτη εμφάνιση. Παρότι το 1980 είχε μέσο όρο 20.9 πόντους και την επόμενη χρονιά 19.7, οι Knicks τον έδωσε με ανταλλαγή στους Nets με τους οποίους το 1982 σκόραρε 20.4 πόντους ανά αγώνα. Στις 17 Απριλίου εκείνης της χρονιάς τους οδήγησε σε νίκη επί των Pistons με 147-132 σημειώνοντας 52 πόντους για να ισοφαρίσει την κορυφαία επίδοση στην ιστορία της ομάδας και από τότε δεν έφτασε ποτέ ξανά τους 50 πόντους. Εκτός αυτού στην συνέχεια η καριέρα του πήρε την κάτω βόλτα και έτσι μετά από συνεχή πτώση η επιθετική συγκομιδή του μέσα σε μια τριετία έφτασε σε μονοψήφιο νούμερο.