Η απόλυση του Otto Rehhagel από την Bayern Munich το 1996 της γύρισε μπούμερανγκ δυο χρόνια αργότερα, αφού ο Γερμανός τεχνικός το 1997 ανέβασε στην Bundesliga την Kaiserslautern και το 1998 την οδήγησε στην κατάκτηση του πρωταθλήματος.

Εκείνη την εποχή η Bayern δεν είχε καμία σχέση με αυτό που είναι σήμερα. Στις μέρες μας μπορεί να έχει μετατρέψει την Bundesliga σε μονοπώλιο της και προ κορονοϊού να βάδιζε προς την κατάκτηση του 8ου συνεχόμενου πρωταθλήματος της (γενικότερα τα τελευταία 21 χρόνια έχει χάσει μόνο έξι φορές τον τίτλο), όμως τότε δεν βρισκόταν τόσο συχνά στην κορυφή. Μετά τα δύο συνεχόμενα πρωταθλήματα του 1989 και του 1990 πανηγύρισε ξανά την κατάκτηση του τίτλου το 1994 και το 1995, παρότι στο Champions League έφτασε μέχρι τα ημιτελικά, τερμάτισε 6η στην βαθμολογία (σ.σ. τα είχε πάει και χειρότερα εκείνη την περίοδο αφού το 1992 ήταν 10η).

Μετά τον Jupp Heynckes, που έβγαλε τρεις ολόκληρες σεζόν στον πάγκο της και απολύθηκε τον Οκτώβριο του 1991, κανένας προπονητής δεν στέριωσε στο Μόναχο. Ο παλιός της παίκτης και διεθνής Δανός μέσος Soren Lerby ανέλαβε τις τύχες της και άντεξε μόλις πέντε μήνες. Είχε αποσυρθεί από την ενεργό δράση μόλις πριν έναν χρόνο και αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία δουλειά του ως προπονητής, αφού όταν απολύθηκε από την Bayern τον Μάρτιο του 1992 αποφάσισε να γίνει επαγγελματίας ατζέντης. Ο Erich Ribbeck έχοντας στο βιογραφικό του μια δεκαπενταετία ως προπονητής στο Γερμανικό πρωτάθλημα με τις Essen, Eintracht Frankfurt, Kaiserslautern, Dortmund και Leverkusen (την είχε οδηγήσει στην κατάκτηση του UEFA Cup το 1988) ήταν σαφώς ασφαλέστερη επιλογή. Στην πράξη όμως αποδείχτηκε το αντίθετο, καθώς μετά από ενάμιση χρόνο αποτέλεσε και αυτός παρελθόν.

Εφόσον δεν μπορούσε να βρει τον κατάλληλο για την θέση, ο Franz Beckenbauer τον Ιανουάριο του 1994 εκτός από Πρόεδρος έγινε και προπονητής, πήρε το πρωτάθλημα και αμέσως μετά κατέφυγε σε δοκιμασμένη λύση από το εξωτερικό. Βέβαια ούτε με τον Giovanni Trapattoni είδε προκοπή και ας «κουβαλούσε» μαζί του ο Ιταλός έξι πρωταθλήματα (1977, 1978, 1981, 1982, 1984, 1986), δύο Coppa Italia (1979, 1983), ένα Champions League (1985), δύο UEFA Cup (1977, 1993), ένα UEFA Cup Winners’ Cup (1984), ένα UEFA Super Cup (1984), και ένα FIFA Club World Cup (1985) με την Juventus και επιπλέον ένα πρωτάθλημα (1989) και ένα UEFA Cup (1991) με την Inter. Τα αποτελέσματα δεν ήταν τα επιθυμητά και έτσι μετά από μία μόλις σεζόν η συνεργασία των δύο πλευρών ολοκληρώθηκε.

Η Bayern πλέον βρισκόταν σε προπονητικό αδιέξοδο και κατέφυγε στην προσφιλή της συνήθεια, που δεν είναι άλλη από την απόκτηση του προπονητή της κυριότερης αντιπάλου της. Στα 14 χρόνια που καθόταν στον πάγκο της Werder Bremen, ο Rehhagel (σ.σ. η θητεία του αποτελούσε την μακροβιότερη στην ιστορία της Bundesliga μέχρι το 2006 όταν ο Volker Finke συμπλήρωσε 15 συνεχόμενα χρόνια ως προπονητής της Freiburg με το σερί του να σταματάει τελικά στα 16) την μετέτρεψε σε πρωταγωνίστρια και υπό τις οδηγίες του διένυσε την καλύτερη περίοδο της ιστορίας της. Μέχρι να την αναλάβει οι μόνοι τίτλοι που βρίσκονταν στην τροπαιοθήκη της ήταν ένα πρωτάθλημα (1965) και ένα Κύπελλο Γερμανίας (1961), ενώ μόλις είχε επιστρέψει ως πρωταθλήτρια από την 2η κατηγορία στην οποία είχε υποβιβαστεί το 1980.

Αφού έχασε δύο φορές τον τίτλο υστερώντας στην ισοβαθμία με το Αμβούργο το 1983 και σε αυτήν με την Bayern το 1986 λόγω χειρότερης διαφοράς τερμάτων (ήταν επίσης δεύτερη το 1985 τέσσερις βαθμούς πίσω από την Bayern), το 1988 κατάφερε να φτάσει στην κορυφή κάτι που επανέλαβε και το 1993. Επίσης το 1991 και το 1994 πανηγύρισε την κατάκτηση του DFB-Pokal (σ.σ. το Κύπελλο Γερμανίας) και το 1992 πήρε τον πρώτο και μοναδικό έως τώρα ευρωπαϊκό της τίτλο, που ήταν το UEFA Cup Winners’ Cup. Όλα αυτά λοιπόν έκαναν τον Rehhagel τον πιο επιτυχημένο Γερμανό προπονητή της εποχής και αφού το 1995 η Werder έχασε το πρωτάθλημα από την Dortmund για μόλις έναν βαθμό, ήταν η ώρα να αποδεχτεί την πρόκληση να αναμορφώσει την Bayern.

Τα «χνώτα» τους όμως δεν ταίριαζαν καθόλου. Ο Rehhagel δεν είχε σκοπό να ανεχτεί τα τερτίπια των αστέρων των Βαυαρών και από την πρώτη στιγμή ήρθε σε σύγκρουση μαζί τους (ειδικά με τον Jurgen Klinsman), καθώς η φιλοσοφία του θεωρήθηκε παλιομοδίτικη και οι τακτικές που χρησιμοποιούσε δεν τους άρεσαν καθόλου. Έτσι παρότι η Bayern αναμενόταν να σαρώσει τα πάντα στον διάβα της δεν άργησε να «εκτροχιαστεί». Ξεκίνησε την Bundesliga με εφτά συνεχόμενες νίκες, αλλά αμέσως μετά ακολούθησαν δύο σερί ήττες από Dortmund (3-1) και Gladbach (2-1) και λίγο αργότερα ήρθε η συντριβή με 4-1 από την Eintracht Frankfurt. Ο δεύτερος γύρος του πρωταθλήματος πάλι, άρχισε με απανωτές ήττες από Αμβούργο (2-1) και Καρλσρούη (4-1 στο Μόναχο), ενώ δεν άργησαν να έρθουν αυτές από Freiburg (3-1) και Gladbach (3-1).

Η εντός έδρας ήττα με 1-0 από την Hansa Rostock στις 27 Απριλίου του 1996 ήταν αυτή που «ξεχείλισε το ποτήρι». Αμέσως μετά το παιχνίδι ο Rehhagel απολύθηκε και ο Beckenbauer ανέλαβε ξανά τον ρόλο του προπονητή μέχρι το τέλος της σεζόν. Με τέσσερις αγωνιστικές να απομένουν το πρωτάθλημα είχε χαθεί και κατέληξε για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά στα χέρια της Dortmund. Υπήρχε όμως ακόμα ο τελικός του UEFA Cup με την Bordeaux. Ο Kaiser φρόντισε ώστε η Bayern να πάρει τον πρώτο της ευρωπαϊκό τίτλο μετά από 20 χρόνια και στην συνέχεια προσέλαβε ξανά τον Trapattoni. Αυτή τη φορά δικαιώθηκε για την εμπιστοσύνη που του έδειξε, αφού η Bayern το 1997 επέστρεψε στην κορυφή.

Ο Rehhagel από την άλλη αποφάσισε να αναλάβει μια άλλη πρόκληση. Η Kaiserslautern το 1996 μπορεί να πήρε το κύπελλο, αλλά υποβιβάστηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της (σ.σ. έπεσε πάλι το 2006, επέστρεψε στην Bundesliga μετά από τέσσερα χρόνια, υποβιβάστηκε ξανά το 2013 και σήμερα αγωνίζεται στην 3η κατηγορία) και του ζήτησε να την επαναφέρει στην Bundesliga. Το έκανε και μάλιστα εύκολα, καθώς το 1997 αναδείχτηκε πρωταθλήτρια στην δεύτερη κατηγορία έχοντας διαφορά 10 βαθμών από την δεύτερη Wolfsburg και την 3η Hertha.

Τα προγνωστικά το 1998 ήθελαν την Kaiserslautern να παλεύει για την έξοδο στο UEFA Cup και μάλιστα ως αουτσάιντερ. Για πρωτάθλημα ούτε λόγος βέβαια, καθώς η Bayern πλέον έμοιαζε έτοιμη να εγκαθιδρύσει την παντοκρατορία της. Η κλήρωση του πρωταθλήματος τα έφερε έτσι ώστε στην πρώτη αγωνιστική να συναντηθούν και οι πρωταθλητές Βαυαροί δεν μπορούσαν καν να φανταστούν πως η ομάδα του προηγούμενου προπονητή τους, που μόλις είχε ανέβει στην Bundesliga, θα έφευγε νικήτρια από το Μόναχο. Κι όμως αυτός που πανηγύρισε στην πρεμιέρα ήταν ο Rehhagel, αφού η Kaiserslautern κέρδισε 1-0 χάρη στο γκολ του Δανού κεντρικού αμυντικού Michael Schjonberg στο 80′.

Μετά τις εφτά πρώτες αγωνιστικές μετρούσε μόνο νίκες και μια ισοπαλία, που ήταν το εκτός έδρας 0-0 με την Κολωνία. Η Bayern από την άλλη μετά και το 1-1 με την Gladbach για την δεύτερη αγωνιστική, έκανε πέντε συνεχόμενες εύκολες νίκες δείχνοντας την δύναμη της. Η πρώτη ήττα της Kaiserslautern (έχασε την 8η αγωνιστική 3-1 στο γήπεδο της από την Werder Bremen) συνέπεσε με την εντός έδρας δική της ισοπαλία (1-1) κόντρα στην Schalke. Μέχρι το τέλος του πρώτου γύρου όμως η ομάδα του Rehhagel έκανε ακόμα μία ήττα χάνοντας 2-1 από την Wolsfsburg και δύο ισοπαλίες με αποτέλεσμα να αποκτήσει διαφορά τεσσάρων βαθμών από τους Βαυαρούς, που έφεραν μέχρι τότε τρεις ισοπαλίες και έχασαν 4-2 από την Leverkusen.

Η δεύτερη αναμέτρηση τους λοιπόν στο ξεκίνημα του δεύτερου γύρου απέκτησε κομβική σημασία. Ο Rehhagel ήταν και πάλι ο νικητής, καθώς η ομάδα του επικράτησε εκ νέου της Bayern και την άφησε εφτά βαθμούς πίσω της κερδίζοντας την 2-0 με το αυτογκόλ του Dietmar Hamann στο 44′ και το τέρμα του Βούλγαρου μέσου Marian Hristov στο 85′. Παρόλα αυτά μέχρι την 22η αγωνιστική η διαφορά είχε μειωθεί στους δύο βαθμούς. Η ήττα της Kaiserslautern από την Hertha με 2-0 και το εκτός έδρας 1-1 με την Schalke έδωσαν την ευκαιρία στους Βαυαρούς να πλησιάσουν, αλλά στην συνέχεια υπέστησαν τρεις σερί ήττες από Hertha (2-1), Κολωνία (2-0 στο Μόναχο) και Schalke (1-0), οπότε μετά το 0-0 με την Bochum για την 26η αγωνιστική βρέθηκαν στο -9.

Παρόλα αυτά τίποτα δεν είχε κριθεί ακόμα. Οι παίκτες του Rehhagel έχασαν στην έδρα τους 3-0 από την Leverkusen και έφεραν τρεις απανωτές ισοπαλίες βλέποντας την Bayern να φτάνει σε απόσταση αναπνοής. Έχοντας ένα παιχνίδι περισσότερο οι Βαυαροί την 30η αγωνιστική μείωσαν στον ένα βαθμό, αλλά το εκτός έδρας 4-4 με την Arminia Bielefeld στον επόμενο αγώνα τους έδωσε την ευκαιρία στην Kaiserslautern να «ανασάνει». Παρότι έχανε 2-0 από την Gladbach την κέρδισε 3-2 στις καθυστερήσεις με το γκολ του Olaf Marschall και στο εξ αναβολής παιχνίδι της πήρε εκτός έδρας ισοπαλία 2-2 από την Arminia Bielefeld με τον Jurgen Rische να ισοφαρίζει στο 87′.

Έτσι δύο αγωνιστικές πριν την ολοκλήρωση του πρωταθλήματος είχε διαφορά δύο βαθμών. Την ώρα που η Bayern δεν μπορούσε να σκοράρει με τίποτα και έμενε στο 0-0 στην έδρα της Duisburg την 33η αγωνιστική, ο Rehhagel έβλεπε τους παίκτες του να συντρίβουν 4-0 την Wolfsburg και να εξασφαλίζουν μαθηματικά τον τίτλο. Τελικά τον κατέκτησαν με δύο βαθμούς διαφορά (68-66) και η Kaiserslautern εκτός του ότι πήρε το τέταρτο πρωτάθλημα της (1951, 1953, 1991 τα άλλα τρία) έγινε η πρώτη και μοναδική ομάδα έως σήμερα που βρέθηκε κατευθείαν στην κορυφή της Bundesliga μόλις ανέβηκε από την δεύτερη κατηγορία.

Ο Rehhagel παρότι κουβαλούσε την «ταμπέλα» του αμυντικογενή προπονητή (σ.σ. τα 22 γκολ που είχε δεχτεί το 1988 η Werder ήταν τα λιγότερα στην ιστορία της Bundesliga σε μία σεζόν μέχρι που η Bayern ολοκλήρωσε το πρωτάθλημα με παθητικό 21 το 2008) είχε παρουσιάσει ένα σύνολο με σαφή επιθετικό προσανατολισμό και ανεξάντλητες αντοχές. Χωρίς να αποχωριστεί το αγαπημένο του 3-5-2 έδωσε την απαραίτητη ελευθερία στους παίκτες του και αυτοί με την σειρά τους απέδωσαν τα μέγιστα ξεπερνώντας τους εαυτούς τους. Η Kaiserslautern είχε την 3η καλύτερη επίθεση στο Γερμανικό Πρωτάθλημα με 63 γκολ και ο Olaf Marschall, στην μακράν κορυφαία χρονιά της καριέρας του, ήταν ο δεύτερος σκόρερ της Bundesliga με 21 τέρματα. Μάλιστα με τις εξαιρετικές εμφανίσεις του είχε κερδίσει μια θέση στην αποστολή της εθνικής Γερμανίας για το World Cup.

Ο Jurgen Rische (11 γκολ) ήταν επίσης καλύτερος από ποτέ και ας ερχόταν συνήθως από τον πάγκο για να καλύψει τον όχι και τόσο παραγωγικό Τσέχο Pavel Kuka (5 γκολ). Ο Ελβετός μέσος Ciriaco Sforza (3 γκολ) ήταν αυτός που τροφοδοτούσε τους επιθετικούς (σ.σ. ο Rehhagel τον είχε πάρει από την Kaiserslautern όταν είχε πάει στην Bayern και ζήτησε να συνεργαστεί ξανά μαζί του), ο Βραζιλιάνος Ratinho (4 γκολ) κάλυπτε όλη την δεξιά πλευρά, ο Martin Wagner (4 γκολ) την αριστερή, ο Marian Hristov (5 γκολ) έφτασε να παίξει και στην επίθεση δίνοντας λύσεις με τα τέρματα του, ο Axel Roos ήταν ο συνδετικός «κρίκος» ανάμεσα στο κέντρο και την άμυνα, ο Andreas Buck (1 γκολ) αναλάμβανε την δεξιά πτέρυγα όταν ο Ratinho μετακινούταν στην μεσαία γραμμή, ο Michael Schjonberg (4 γκολ), o Τσέχος Miroslav Kadlec (1 γκολ) και o Harry Koch αποτελούσαν την τριάδα των κεντρικών αμυντικών, ενώ ο Andreas Reinke ήταν αυτός που υπερασπιζόταν την εστία της Kaiserslautern.

Το απόλυτο χαρακτηριστικό εκείνης της ομάδας πάντως ήταν τα αποθέματα ενέργειας που είχε. Οι παίκτες του Rehhagel σκόραραν 16 φορές στο τελευταίο δεκάλεπτο ενός αγώνα και από αυτά τα γκολ έξι τους έδωσαν τη νίκη και άλλα τέσσερα τους χάρισαν τον βαθμό της ισοπαλίας. Αυτή η απίθανη πορεία βέβαια δεν είχε συνέχεια. Η Kaiserslautern το 1999 έφτασε έως τα προημιτελικά του Champions League, όπου αποκλείστηκε από την Bayern, όμως στην Bundesliga τερμάτισε 5η όπως και την επόμενη χρονιά. Οι διαφωνίες που προέκυψαν στο εσωτερικό της ομάδας και η ρήξη στις σχέσεις του Rehhagel με τους παίκτες οδήγησαν στην απομάκρυνση του τον Οκτώβριο του 2000 για να έρθει 10 μήνες μετά στην Ελλάδα και να πετύχει ένα ακόμα μεγαλύτερο θαύμα.