Με αφορμή τους ελληνικούς μύθους για τον Michael Jordan είναι ευκαιρία να ξεκαθαρίσουμε και κάτι άλλο που λέγεται και γράφεται κατά κόρον στην χώρα μας. Το παρατσούκλι «Fast Eddie» δεν ανήκει στον Eddie Johnson που έπαιξε στον Ολυμπιακό, αλλά σε έναν συνονόματο του που είναι επίσης παλιός παίκτης του NBA.
Αν παρακολουθούσατε τα μπασκετικά δρώμενα το 1995 όταν ο Edward Arnet Johnson ήρθε στην Ελλάδα ή έχετε διαβάσει τα διάφορα αφιερώματα που γίνονται κατά καιρούς για το πέρασμα του από τον Ολυμπιακό, σίγουρα θα έχετε ακούσει και θα έχετε δει να τον αποκαλούν «Fast Eddie» με την αιτιολογία πως σούταρε πιο γρήγορα και από την σκιά του και άλλα τέτοια κλισέ. ΚΑΜΙΑ ΣΧΕΣΗ. Το προσωνύμιο «Fast Eddie» είναι του Edward Lee Johnson, τον οποίο ονόμασαν έτσι οι Αμερικανοί όταν αγωνιζόταν στο NBA με τους Atlanta Hawks στις αρχές της δεκαετίας του ’80 επειδή ήταν πολύ γρήγορος.
Ο «Fast Eddie» Johnson (point guard με ύψος 1.88 μέτρα) ήταν η επιλογή των Hawks στο νούμερο 49 στο draft του 1977 και ξεχώριζε για την ταχύτητα με την οποία μπορούσε να φτάσει στο αντίπαλο καλάθι. Μάλιστα με την φανέλα τους έγινε και δύο φορές All-Star. Το 1980 όταν είχε μέσο όρο 18.5 πόντους και το 1981 που ήταν η κορυφαία χρονιά της καριέρας του, καθώς είχε φτάσει να σκοράρει 19.1 πόντους ανά αγώνα. Εκείνη τη σεζόν είχε κάνει και τις καλύτερες του εμφανίσεις που ήταν αυτή απέναντι στους Portland Trail Blazers στις 20 Δεκεμβρίου του 1980, όπου πέτυχε 40 πόντους στην ήττα της ομάδας του με 122-119 στην παράταση και αυτή κόντρα στους Boston Celtics στις 18 Μαρτίου του 1981, όταν σταμάτησε στους 38 πόντους και οδήγησε την Atlanta στη νίκη με 108-97.
Η καριέρα του όμως δεν είχε ανάλογη συνέχεια. Ο «Fast Eddie» εθίστηκε στην κοκαΐνη και μετά από αλλεπάλληλες τιμωρίες, το NBA το 1987 τον απέκλεισε δια βίου με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει την ενεργό δράση στα 32 του. Από τότε «μαυρίζει» συνεχώς το ποινικό του μητρώο, καθώς έχει συλληφθεί από την αστυνομία πάνω από 100 φορές για ληστείες, κλοπές, επίθεση σε αστυνομικούς, απόπειρες βιασμού ανήλικων κοριτσιών και διάφορα άλλα αδικήματα. Έχει μπει φυλακή σε πέντε περιπτώσεις και πλέον εκτίει ισόβια ποινή φυλάκισης στο Santa Rosa Correctional Institution.
Η σύλληψη του τον Αύγουστο του 2006 για διάρρηξη και σεξουαλική επίθεση σε οκτάχρονο κορίτσι, ενώ εκκρεμούσε η δίκη του για βιασμό μιας γυναίκας, έμπλεξε κατά λάθος στην υπόθεση τον άλλο Eddie Johnson. Πολλά αμερικανικά ΜΜΕ αγνόησαν μια μικρή λεπτομέρεια όταν το Associated Press δημοσίευσε την είδηση. Έμειναν στο όνομα Eddie Johnson και δεν έδωσαν καμία σημασία στο παρατσούκλι «Fast Eddie», το οποίο τους ξεχωρίζει, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να αναπαράγουν μαζικά πως ο συνονόματος του αποπειράθηκε να βιάσει ένα κοριτσάκι. Φυσικά ο Edward Arnet Johnson σοκαρίστηκε όταν άκουσε πως κατηγορείται για κάτι που δεν έχει κάνει και όταν ξεκαθάρισε η κατάσταση απείλησε πως θα καταθέσει μηνύσεις για συκοφαντική δυσφήμιση εναντίον όσων μέσων χρησιμοποίησαν την φωτογραφία του αντί για αυτήν του «Fast Eddie».
Ο Eddie Johnson (με ύψος 2.01 μέτρα αγωνιζόταν ως shooting guard και small forward) που ήρθε στην Ελλάδα είναι σαφώς ο πιο γνωστός από τους δύο στο ευρύ κοινό, όμως δεν έχει καν παρατσούκλι. Έμεινε στην ιστορία ως ένας από τους καλύτερους έκτους παίκτες, πήρε το σχετικό βραβείο το 1989 και για χρόνια με 19.202 πόντους αποτελούσε τον κορυφαίο σκόρερ του NBA που δεν έχει κληθεί ποτέ στο All-Star Game (ο άτυπος αυτός τίτλος ανήκει πλέον στον Jamal Crawford που ολοκλήρωσε την καριέρα του με 19.414 πόντους). Έγινε draft το 1981 από τους τότε Kansas City Kings που τον πήραν στο νούμερο 29 και εξελίχτηκε σε έναν από τους καλύτερους τους παίκτες. Ως βασικός το 1985 έκανε την πιο παραγωγική σεζόν της καριέρας του φτάνοντας να σκοράρει 22.9 πόντους ανά αγώνα και από την επόμενη χρονιά, όταν και μετακόμισαν στο Sacramento, καθιερώθηκε στον ρόλο του έκτου παίκτη.
Δυο χρόνια αργότερα φόρεσε την φανέλα των Phoenix Suns και το ’89 ο Cotton Fitzsimmons, που ήταν προπονητής του στους Kings, τον μετέτρεψε σε ένα τρομερό επιθετικό «όπλο» από τον πάγκο. Ο Johnson είχε μέσο όρο 21.5 πόντους σουτάροντας με 41.3% στα τρίποντα και πραγματοποίησε ορισμένες από τις καλύτερες του εμφανίσεις. Ανάμεσα τους το ρεκόρ καριέρας του που είναι οι 45 πόντοι με τους οποίους φόρτωσε το καλάθι των Los Angeles Clippers (είχαν κερδίσει τους Suns μετά από παράταση 138-127 παρότι ο Johnson σκόραρε 43 πόντους στο δεύτερο ημίχρονο και στην έξτρα περίοδο), οι 37 στη νίκη επί των Dallas Mavericks με 111-103, οι άλλοι τόσοι που πέτυχε στο 135-126 επί των Celtics, οι 28 με 6/10 τρίποντα στο 122-104 επί των Milwaukee Bucks και οι 34 με 6/8 τρίποντα στο 135-99 επί των Golden State Warriors στον 4ο αγώνα της σειράς για τον πρώτο γύρο των playoffs.
Μιλώντας για playoffs ορισμένες από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές του έχουν προκύψει στην postseason. Το 1990 με 23 πόντους και ένα καθοριστικό γκολ-φάουλ στα τελευταία δευτερόλεπτα είχε βοηθήσει τους Suns να κερδίσουν στην έδρα των Utah Jazz 104-102 και να προκριθούν στον δεύτερο γύρο με 3-2 νίκες. Το 1991 έπαιζε πλέον στους Seattle SuperSonics και οι 34 πόντοι του είχαν συμβάλει ώστε η ομάδα του να κερδίσει τους Blazers 101-89 και να ισοφαρίσει την σειρά του πρώτου γύρου σε 2-2, προτού αποκλειστεί στον 5ο αγώνα. Την επόμενη χρονιά ήταν αυτός που την είχε στείλε στην επόμενη φάση, καθώς με 26 πόντους είχε πρωταγωνιστήσει στο 119-116 επί των Warriors για να γίνει το 3-1 στον πρώτο γύρο, που τότε κρινόταν στις τρεις νίκες.
Οι Jazz ήταν το αγαπημένο του θύμα. Το 1993 με 24 πόντους είχε συμβάλει στη νίκη των Sonics μέσα στη Utah με 93-80 στον αγώνα στον οποίο ισοφάρισαν την σειρά σε 2-2, κάτι που τους επέτρεψε να ανακτήσουν το πλεονέκτημα έδρας και να προκριθούν κερδίζοντας το 5ο παιχνίδι του πρώτου γύρου στην έδρα τους για να φτάσουν στην συνέχεια μέχρι τους τελικούς της Δύσης. Το 1997 αν και ήταν 38 ετών κατάφερε να τους κάνει πάλι ζημιά. Οι Jazz είχαν κερδίσει άνετα τα δύο πρώτα παιχνίδια των τελικών της Δύσης και οι Houston Rockets, στους οποίους αγωνιζόταν τότε ο Johnson, έψαχναν άμεση αντίδραση. Με 31 δικούς του πόντους (5/8 τρίποντα) επικράτησαν 118-100 και με το τρίποντο του στην λήξη του τέταρτου αγώνα κέρδισαν 95-92 (σ.σ. αποκλείστηκαν τελικά με 4-2).
Το 1999 αποφάσισε να αποσυρθεί και σήμερα είναι τηλεοπτικός αναλυτής των αγώνων των Suns. Μπορείτε να τον βρείτε στο Twitter, όπου σχολιάζει τα πάντα με καυστικό τρόπο και όπως θα ορκιζόταν και ο ίδιος, δεν έχει καμία σχέση με τον «Fast Eddie» και δεν διεκδικεί ούτε κατά διάνοια το προσωνύμιο του που λανθασμένα αποδόθηκε στον ίδιο στην Ελλάδα.
Αφήστε μια απάντηση