Σε μια εποχή που το NBA ήταν το βασίλειο των ψηλών, ο Allen Iverson βρέθηκε στο νούμερο ένα του draft και ως rookie έδειξε πως όσο μπόι του λείπει το αναπληρώνει και με το παραπάνω η τρομακτική ικανότητα του στο σκοράρισμα.
Το 1996 οι Philadelphia 76ers ήταν η ομάδα που είχε κληθεί να διαλέξει πρώτη στην διαδικασία του draft και έσπασε μια παράδοση που ήθελε μόνο forwards και centers να βρίσκονται στο νούμερο ένα από το 1979 και μετά. Οι επιθετικές δυνατότητες του Iverson όμως ήταν τέτοιες που δεν διανοήθηκαν καν να κοιτάξουν κάποιον ψηλότερο και έτσι έγινε ο πρώτος guard που βρέθηκε στο νούμερο ένα μετά τον Magic Johnson. Βέβαια επειδή ο Johnson έχει ύψος 2.06 μέτρα για να φτάσουμε σε κάποιο νούμερο ένα κοντά στα «κυβικά» του (1.83 μέτρα) θα πρέπει να ανατρέξουμε στο draft του 1976, όταν οι Houston Rockets είχαν επιλέξει τον John Lucas (1.91 μέτρα).
Για την ιστορία ο Iverson είναι ο 3ος κοντύτερος παίκτης που έχει βρεθεί στο νούμερο ένα μετά τον Gene Melchiorre (1.73 μέτρα) το 1951 και τον Clifton McNeely (1.78 μέτρα) το 1947 (η πρώτη χρονιά που διεξήχθη το draft), ενώ από τότε για να πάρει κάποια ομάδα guard στο νούμερο ένα έπρεπε να περάσουν 12 χρόνια και να επιλέξουν οι Chicago Bulls τον Derrick Rose το 2008. Από την ώρα που πάτησε το πόδι του στο παρκέ πάντως κανένας δεν ασχολήθηκε με το τι ύψος έχει. Το μόνο που ενδιέφερε τους Sixers ήταν πόσους πόντους θα βάλει κάθε βράδυ και μόνιμα ξεπερνούσε τις προσδοκίες τους.
Στην πρώτη του εμφάνιση μόνο φανταστείτε πως σταμάτησε στους 30. Στην ιστορία του NBA μόνο πέντε παίκτες έχουν πετύχει περισσότερους πόντους από τον Iverson στο ντεμπούτο τους και ο μόνος guard είναι ο Isiah Thomas με 31. Μια βδομάδα αργότερα έφτασε τους 32 και η ομάδα του πέτυχε την πρώτη της νίκη επικρατώντας των Boston Celtics με 115-105. Με αφετηρία αυτή την αναμέτρηση ξεκίνησε ένα μικρό νικηφόρο σερί που κράτησε για τρία παιχνίδια. Στο τρίτο από αυτά φόρτωσε το καλάθι των New York Knicks με 35 πόντους (5/9 τρίποντα), πρόσθεσε ακόμα 7 ριμπάουντ, 6 ασίστ και 2 κλεψίματα και η Philadelphia έφυγε νικήτρια (101-97) από το Madison Square Garden.
Δεν έκανε πολλές νίκες (το 1997 είχε το δεύτερο χειρότερο ρεκόρ με 22-60 μετά τους Celtics που στην χειρότερη σεζόν της ιστορίας τους είχαν 15-67), αλλά το ζητούμενο δεν ήταν αυτό. Οι ατομικές επιδόσεις του Iverson άφηναν ελπίδες για ένα σαφώς καλύτερο μέλλον και όταν πια οι «30άρες» έγιναν καθημερινό φαινόμενο άρχισε να υπάρχει ανησυχία για το αν και πότε θα φτάσει τους 40 πόντους. Το βραβείο του rookie της χρονιάς το είχε ήδη στο τσεπάκι του και τελικά το πήρε παμψηφεί, οπότε όταν μέσα στον Μάρτιο του 1997 έμεινε κάτω από τους 20 πόντους σε τέσσερα συνεχόμενα παιχνίδια και δεν πέρασε τους 22 ούτε μία φορά σε εφτά αγώνες στην σειρά, έκανε πολλούς να πιστέψουν πως η σεζόν γι’ αυτόν έχει τελειώσει.
Εκεί που δεν το περίμενε κανείς λοιπόν ο Iverson, αφού πρώτα ανάγκασε με 32 πόντους, 10 ριμπάουντ, 7 ασίστ και 3 κλεψίματα τους Charlotte Hornets να κερδίσουν την ομάδα του 115-113 με καλάθι στο μηδέν, πραγματοποίησε μια σειρά εκπληκτικών εμφανίσεων και μέσα σε μία εβδομάδα σκόραρε περισσότερους από 40 πόντους σε πέντε συνεχόμενα παιχνίδια. Η αρχή έγινε στην έδρα της καλύτερης ομάδας του πρωταθλήματος. Στην πρώτη συνάντηση του με τον Michael Jordan ο Iverson του είχε πει πως δεν πρόκειται να τον σεβαστεί και από τη στιγμή που τα media το έκαναν τεράστιο θέμα και τον κριτικάρησαν έντονα του έδωσαν κίνητρο να βγάζει τον καλύτερο του εαυτό απέναντι στον «Air» και τους Chicago Bulls.
Έτσι παρότι τότε είχε μείνει στους 15 πόντους, στις δύο επόμενες αναμετρήσεις τους πέτυχε 32 και 37 (σε αυτό το παιχνίδι είχε στείλει αδιάβαστο τον Jordan με μια σταυρωτή ντρίμπλα) αντίστοιχα με αποτέλεσμα οι Sixers να ζορίσουν τους πρωταθλητές όσο δεν πάει. Στη νέα επίσκεψη τους στο United Center πέρασαν ένα δύσκολο βράδυ (ηττήθηκαν 128-102), αλλά ο Iverson παρά το trash talking από τον Jordan (αγωνίστηκε μόνο στις τρεις πρώτες περιόδους και σημείωσε 30 πόντους) δεν σταματούσε με τίποτα να σκοράρει και ολοκλήρωσε τον αγώνα με 44 πόντους (6/14 τρίποντα) και 8 ασίστ.
Ακολούθησαν 40 πόντοι, 9 ασίστ και 8 ριμπάουντ απέναντι στους Atlanta Hawks και η ισοφάριση ενός ρεκόρ που έμοιαζε ακατάρτιστο όπως πολλά από αυτά που έχει κάνει ο αείμνηστος Wilt Chamberlain. Με τους 44 πόντους (είχε και 9 ασίστ) που έβαλε στους Milwaukee Bucks, ο Iverson έγινε ο δεύτερος rookie στην ιστορία του NBA με 40+ πόντους σε τρεις σερί αγώνες μετά τον Chamberlain, που το 1960 είχε σκοράρει κατά σειρά 45 κόντρα στους τότε Minneapolis Lakers, 47 στην αναμέτρηση των τότε Philadelphia Warriors με τους Boston Celtics και 52 στην επόμενη μονομαχία τους με τους Lakers.
Ο ενθουσιασμός που είχε προκαλέσει στις τάξεις των φιλάθλων των Sixers ήταν που ήταν off the charts που λένε και στην Αμερική και με τους 50 πόντους (5/9 τρίποντα) που πέτυχε στο παιχνίδι με τους Cleveland Cavaliers τους αποτρέλανε. Έτσι έγινε ο 7ος rookie στην ιστορία του NBA που φτάνει τους 50 πόντους σε έναν αγώνα, ο πρώτος μετά τον Kareem Abdul-Jabbar (51 πόντοι) το 1971 και ο μόνος guard μετά τον Earl Monroe (56 πόντοι) το 1968. Από τότε πέρασαν περίπου 13 χρόνια μέχρι ένας rookie να πετύχει ανάλογο επίτευγμα και ήταν ο Brandon Jennings (55 πόντοι) των Bucks την σεζόν 2009/10.
Το μεγαλύτερο σερί όλων των εποχών με 40+ πόντους από πρωτοεμφανιζόμενο στο NBA ολοκληρώθηκε με 40 πόντους (6/13 τρίποντα) κόντρα στους τότε Washington Bullets. Οι Sixers μπορεί να ηττήθηκαν και στα πέντε παιχνίδια που έκανε «παπάδες», όμως δεν τους πείραξε καθόλου. Βλέποντας τι έχουν στα χέρια τους περίμεναν πως αργά ή γρήγορα θα έμπαιναν στον ίσιο δρόμο. Ο Iverson ολοκλήρωσε την πρώτη του σεζόν με μέσο όρο 23.5 πόντους (από τότε ο μόνος rookie με μεγαλύτερο μέσο όρο πόντων είναι ο Zion Williamson φέτος με 23.6, ενώ πιο πριν ήταν ο Jordan το 1985 με 28.5) και ήταν η απάντηση στις προσευχές τους προσφέροντας περισσότερα από όσα μπορούσαν να φανταστούν.
Δύο χρόνια αργότερα ήταν ο πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος και τους έβαλε στα playoffs για πρώτη φορά μετά το 1992. Το 2001 πάλι εκτός από κορυφαίος σκόρερ αναδείχτηκε MVP της κανονικής περιόδου και τους οδήγησε μέχρι τους τελικούς του NBA, όπου η τελευταία τους παρουσία ήταν το 1983 όταν και είχαν πάρει τον τίτλο.
Αφήστε μια απάντηση