Πίσω στο 1962 ο αείμνηστος Wilt Chamberlain έκανε πράγματα που στο σημερινό NBA φαντάζουν ανέφικτα και είναι εδώ που τα λέμε, αφού πάρα πολύ δύσκολα θα βρεθεί κάποιος να επαναλάβει ή έστω να πλησιάσει τα κατορθώματα του.
Σε μια εποχή όπου πολλοί από τους κανονισμούς του μπάσκετ δεν υπήρχαν ακόμα, οι ψηλοί ήταν οι απόλυτοι κυρίαρχοι του παιχνιδιού τόσο στην επίθεση όσο και στην άμυνα. Με ύψος 2.16 μέτρα, βάρος 125 κιλά και δύναμη που πότε φάνταζε υπερφυσική ο Chamberlain στο παρκέ έμοιαζε με υπεράνθρωπο και με εξαίρεση τον μεγάλο του αντίπαλο, Bill Russell, δεν υπήρχε άλλος παίκτης που να μπορούσε να τα βάλει μαζί του. Έτσι δεν έβγαινε δευτερόλεπτο από το παιχνίδι, δεν έχανε ριμπάουντ και σκόραρε ακατάπαυστα, αφού ήταν η σίγουρη λύση στην επίθεση.
Το 1962 λοιπόν ήταν η χρονιά της απόλυτης κυριαρχίας του. Στις δύο πρώτες του σεζόν στο NBA οι μέσοι όροι του ήταν 37.6 πόντοι και 27 ριμπάουντ και 38.4 και 27.2 αντίστοιχα με αποτέλεσμα να είναι ο πρώτος σκόρερ και ο πρώτος ριμπάουντερ του πρωταθλήματος. Μάλιστα τα 2.149 ριμπάουντ που πήρε το 1961 αποτελούν τα περισσότερα στην ιστορία του NBA με τον ίδιο να είναι ο μόνος παίκτης που έχει μαζέψει παραπάνω από 2.000 σε μία σεζόν. Αυτό ήταν το μόνο ρεκόρ που του ξέφυγε την επόμενη χρονιά αν και το πλησίασε συλλέγοντας 2.052. Το εντυπωσιακότερο όλων όμως έχει να κάνει με τον χρόνο συμμετοχής του, καθώς τα λεπτά που αγωνιζόταν ανά αγώνα ξεπερνούσαν την διάρκεια του.
Οι Philadelphia Warriors (σ.σ. την επόμενη χρονιά οι Warriors μετακόμισαν στο San Francisco και έτσι οι Syracuse Nationals πήγαν στην Philadelphia για να γίνουν οι 76ers) το 1962 χρειάστηκε να παίξουν 10 παρατάσεις και έτσι ο Chamberlain έφτασε να αγωνίζεται κατά μέσο όρο 48.5 λεπτά, ενώ μια αναμέτρηση κανονικά κρατάει 48. Από τα 3.890 λεπτά που διήρκεσαν συνολικά οι 80 αγώνες της ομάδας του στην regular season (σ.σ. το NBA τους αύξησε αρχικά σε 81 το 1967 και καθιέρωσε τους 82 το 1968) ήταν στο παρκέ στα 3.882 και αν δεν είχε αποβληθεί με δεύτερη τεχνική ποινή οκτώ λεπτά πριν τη λήξη της αναμέτρησης στην ήττα από τους Lakers με 124-123 στις 3 Ιανουαρίου, δεν θα είχε χάσει ούτε δευτερόλεπτο όλη τη σεζόν.
Επιθετικά αν πούμε πως έκανε θραύση δεν θα είναι αρκετό. Σκόραρε κατά μέσο όρο 50.4 πόντους και έγινε ο πρώτος και ο μόνος παίκτης έως τώρα που ξεπέρασε τους 4.000 πόντους σε μία σεζόν σταματώντας στους 4.029. Έμεινε μόνο σε δύο παιχνίδια κάτω από τους 30 με τις τέσσερις χειρότερες εμφανίσεις του να είναι αυτές στις ισάριθμες αναμετρήσεις του με τον Russell, στις οποίες η ομάδα του γνώρισε μόνο ήττες από τους τότε μόνιμους πρωταθλητές Boston Celtics. Κατά τα άλλα έβαλε 15 «30άρες», 18 «40άρες», 30 «50άρες», 12 «60άρες», σημείωσε 78 πόντους στην ήττα από τους Lakers με 151-147 μετά από τρεις παρατάσεις στις 8 Δεκεμβρίου του 1961, 73 στη νίκη επί των τότε Chicago Packers με 135-117 στις 13 Ιανουαρίου και στις 2 Μαρτίου έκανε το απόλυτο ρεκόρ πόντων στην ιστορία του NBA σταματώντας στους 100 στη νίκη απέναντι στους Knicks με 169-147.
Για να το αναπτύξουμε ακόμα περισσότερο από τα χέρια του Chamberlain είχε προέλθει το 40.1% των πόντων της ομάδας του (10.035) και το 40.8% των εύστοχων σουτ της (3.917), αφού είχε βάλει 1.597 καλάθια, ενώ τα 3.159 σουτ που είχε επιχειρήσει αποτελούσαν το 35.8% των συνολικών προσπαθειών της (8.929). Παρόλα αυτά το βραβείο του MVP της κανονικής περιόδου δεν κατέληξε στα χέρια του όπως είχε γίνει το 1960 μαζί με αυτό του rookie της χρονιάς. Οι Warriors είχαν το τρίτο καλύτερο ρεκόρ στο NBA με 49-31 πίσω από τους Celtics (60-20) και τους Lakers (54-26), οπότε πολυτιμότερος παίκτης είχε αναδειχτεί για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά ο Russell (18.9 πόντοι, 23.6 ριμπάουντ).
Ένα ακόμα ακόμα ρεκόρ που είχε κάνει τότε χρειάστηκε να περάσουν 55 χρόνια για να «σπάσει» και ήταν αυτό των περισσότερων πόντων σε ένα All-Star Game. Στο παιχνίδι των αστέρων του NBA το 1962 ο Chamberlain ναι μεν είχε σημειώσει 42 πόντους, αλλά η Ανατολή είχε ηττηθεί από την Δύση 150-130 και το βραβείο του MVP είχε πάρει για 4η φορά στην καριέρα του ο Bob Pettit των τότε St. Louis Hawks. Πλέον η κορυφαία επίδοση στην ιστορία του θεσμού ανήκει στον Anthony Davis ο οποίος το 2017 είχε πετύχει 52 πόντους.
Αφήστε μια απάντηση