Αυτό ακριβώς είσαι όταν, μετά από 30 αγώνες στην κανονική περίοδο με αμέτρητους τραυματισμούς, προκρίνεσαι στο Final 4 με μειονέκτημα έδρας και κατακτάς την Euroleague αποκλείοντας στον ημιτελικό την προ διετίας πρωταθλήτρια Ευρώπης και στον τελικό την κάτοχο του τίτλου. Πραγματικός survivor ή αλλιώς η φετινή Real Madrid.
Ίσως αυτή η “βασίλισσα” να έχει τον χαρακτήρα του προπονητή της όπως κάθε μεγάλη ομάδα. Ο Pablo Laso κάθεται στον πάγκο της εφτά χρόνια και παρότι έχασε δύο συνεχόμενους τελικούς (2013, 2014) στην Euroleague, ένα πρωτάθλημα πέρυσι από την Valencia ενώ είχε πλεονέκτημα έδρας, απουσίασε από το Final 4 το 2016 και το 2017 αποκλείστηκε στον ημιτελικό, επιβίωσε για να την οδηγήσει για δεύτερη φορά στην κορυφή της Ευρώπης.
Υπήρχε χρόνος για όλους
Το μυστικό του ήταν ότι πήγε κόντρα στο ρεύμα και εμπιστεύτηκε όλους τους παίκτες του από την αρχή μέχρι το τέλος. Οι ομάδες που φτάνουν στο Final 4 συνηθίζουν να περιορίζουν σε σημαντικό βαθμό το rotation τους, αλλά ο Ισπανός τεχνικός δεν άλλαξε τα πλάνα του στο Βελιγράδι. Από τους 16 παίκτες που χρησιμοποίησε στην κανονική περίοδο μόνο τέσσερις έπαιζαν λιγότερο από 10 λεπτά ανά αγώνα, στα playoffs δύο από τους 13 και στο Final 4 ένας από τους 12.
Στον ημιτελικό με την CSKA Moscow αυτοί που έμειναν πιο λίγο στο παρκέ ήταν ο Facundo Campazzo (5:32), ο Walter Tavares (8:09) και ο Anthony Randolph (9:08). Αντίθετα οι Ρώσοι έπαιξαν ουσιαστικά με οκτώ παίκτες, αφού οι Victor Rudd (1:52), Victor Khryapa (2:06), Vitaly Fridzon (3:20) και Andrey Vorontsevich (4:06) εκτός του ότι αγωνίστηκαν ελάχιστα είχαν μηδενική συνεισφορά. Στον τελικό με την Fenerbahçe πάλι ο Campazzo ήταν ο μόνος που δεν είχε διψήφιο χρόνο συμμετοχής, αλλά χρησιμοποιήθηκε για εννιά λεπτά. Από την άλλη πλευρά, παραπάνω από 10 λεπτά, έπαιξαν μόλις οι έξι από τους 11 παίκτες που χρησιμοποίησε ο Željko Obradović.
“Κόντυνε” απότομα
Αυτό ήταν απλά ένα από τα ταμπού που έσπασε η Real φέτος καθώς, στην πορεία της προς τον 10ο τίτλο της ιστορίας της στην Euroleague, ξεπέρασε όλα τα εμπόδια που θα μπορούσαν να την ανακόψουν. Το δυσκολότερο ήταν σαφώς οι τραυματισμοί. Ο Sergio Llull έχασε όλη την κανονική περίοδο και επέστρεψε στο τρίτο παιχνίδι της σειράς των playoffs με τον Παναθηναϊκό, ο Ognjen Kuzmić τέθηκε εκτός μάχης για όλη τη χρονιά μετά από μόλις δύο αγώνες και αντικαταστάθηκε από τον Tavares, ο Gustavo Ayón έλειψε από 18 παιχνίδια, ο Randolph από 15 και ο Trey Thompkins από εφτά.
Παρόλα αυτά, χωρίς τον ηγέτη της και τους καλύτερους ψηλούς της, τερμάτισε 5η μεν στην κανονική περίοδο, αλλά ισόβαθμη με τον 3ο Ολυμπιακό και τον 4ο Παναθηναϊκό. Πως τα έβγαλε πέρα; Με πρωταγωνιστή ένα 19χρονο παιδί και όσους είχαν απομείνει όρθιοι να βοηθούν όπως και όσο μπορούν. Ο Luka Dončić έκανε εξωπραγματικές εμφανίσεις για την ηλικία του (ο νεαρότερος MVP στην ιστορία της διοργάνωσης) και ήταν ο μόνος που είχε διψήφιο μέσο όρο πόντων (16.9), αφού με εξαίρεση τον Jaycee Carroll (9.1), αυτοί που πλησίασαν τους 10 πόντους ανά αγώνα, όσο έδωσαν το “παρών”, ήταν ο Ayón (9.6), ο Randolph (9.4) και ο Thompkins (9.4).
Άπαντες παρόντες στην τελική ευθεία
Λύσεις λοιπόν πρόσφεραν ανάλογα με την περίσταση κυρίως ο Felipe Reyes, ο Fabien Causeur και ο Campazzo. Στα playoffs άρχισαν σταδιακά να επιστρέφουν οι τραυματίες και η κατάσταση εξομαλύνθηκε. Στις τρεις νίκες της επί του Παναθηναϊκού, η Real είχε σε κάθε παιχνίδι άλλον πρώτο σκόρερ και ο Dončić ήταν μόνο στο τρίτο. Επίσης στο πρώτο και στο τελευταίο είχε τέσσερις και πέντε παίκτες αντίστοιχα με 10+ πόντους. Όσο για το Final 4 ο Llull και ο Dončić με την βοήθεια του Ayon και του Thompkins έκαναν την διαφορά στον ημιτελικό, ενώ στον τελικό την σκυτάλη πήρε ο Causeur.
Αυτή λοιπόν είναι η ομάδα που πανηγύρισε την κατάκτηση της φετινής Euroleague. Μια Real που πήγε κόντρα σε όλους τους κανόνες και τις αναποδιές που της έτυχαν, με έναν προπονητή που πλέον έχει πάθει ανοσία στην κριτική, με αρκετούς παίκτες που δεν σου γεμίζουν το μάτι και ηγέτη έναν πιτσιρικά από την Σλοβενία που, σε ένα μήνα από τώρα, λογικά θα φύγει για το NBA έχοντας στεφτεί πρωταθλητής Ευρώπης σε λιγότερο από ένα χρόνο τόσο σε εθνικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Αφήστε μια απάντηση