Η πρόκριση της Olimpia Milano (σ.σ. η γνωστή Armani) στο Final 4 της EuroLeague για πρώτη φορά μετά από 29 χρόνια μας έδωσε την ευκαιρία να ανατρέξουμε στην περίοδο κατά την οποία έγινε η πρώτη πρωταθλήτρια Ευρώπης υπό αυτόν τον θεσμό οδηγούμενη από τον θρυλικό Bob McAdoo.
Σε αντίθεση με τα σημερινά δεδομένα όπου οι καλές ομάδες διαθέτουν ένα rotation 10 παικτών υψηλού επιπέδου στο ευρωπαϊκό μπάσκετ της δεκαετίας του ’80 για να βρεθείς στην κορυφή αρκούσαν ακόμα και λιγότεροι από τους μισούς. Ειδικά αν κάποιος από αυτούς, που ήταν μετρημένοι στα δάκτυλα τους ενός χεριού, μπορούσε να κάνει μόνος του την διαφορά. Στο Μιλάνο το κατάλαβαν το 1986 όταν είδαν την Cibona του Drazen Petrovic και την Zalgiris Kaunas του Arvydas Sabonis να αφήνουν την Olimpia (γνωστή τότε ως Simac λόγω χορηγού) εκτός τελικού για μόλις μια νίκη, καθώς το σύστημα διεξαγωγής της διοργάνωσης προέβλεπε έναν όμιλο έξι ομάδων με τις δύο πρώτες της βαθμολογίας να διεκδικούν στην συνέχεια το τρόπαιο.
Η Olimpia μετά την κατάκτηση του Korac Cup το 1985, δύο συνεχόμενων πρωταθλημάτων (1985, 1986) και ενός κυπέλου (1986) στην Ιταλία ήταν αποφασισμένη να πάρει και το Κύπελλο Πρωταθλητριών όπως λεγόταν τότε η EuroLeague. Μπορεί το 1966 να έγινε η πρώτη ιταλική ομάδα που στέφτηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης όμως από τότε δεν είχε επαναλάβει ξανά το κατόρθωμα της. Στο ρότερ της είχε τρεις θρύλους του ιταλικού και του ευρωπαϊκού μπάσκετ (Mike D’Antoni, Roberto Premier, Dino Meneghin) και στον πάγκο της έναν από τους κορυφαίους προπονητές όλων των εποχών στην Ευρώπη (Dan Peterson), αλλά της έλειπε ένας παίκτης που θα μπορούσε να διαλύσει μόνος του την αντίπαλη άμυνα όπως έκανε κυρίως ο Petrovic εκείνα τα χρόνια.
Χάρη στις διασυνδέσεις του Peterson (Αμερικανός) στις ΗΠΑ και τα χρήματα των πλούσιων χορηγών της η Olimpia έφερνε στο Μιλάνο καλούς Αμερικανούς και μεγάλα ονόματα για τα δεδομένα της Ευρώπης από το NBA όπως ο Joe Barry Carroll το 1985 που ήταν νούμερο ένα στο draft του 1980. Εφόσον λοιπόν είχε ανοίξει αυτή την πόρτα της παρουσιάστηκε μια ανεπανάληπτη ευκαιρία. Καμία από τις 23 ομάδες που είχε τότε το NBA δεν έκανε πρόταση συνεργασίας στον Bob McAdoo (power forward, 2.06 μέτρα), ο οποίος αποδέχτηκε μετά χαράς την μυθική για τα οικονομικά στάνταρ της εποχής προσφορά της. Βλέπετε ως rookie της χρονιάς το 1973, MVP της κανονικής περιόδου το 1975, πρώτος σκόρερ του NBA το 1974, το 1975 και το 1976, πέντε φορές All-Star (1974, 1975, 1976, 1977, 1978) και πρωταθλητής με τους Los Angeles Lakers το 1982 και το 1985 ήθελε να είναι πρωταγωνιστής και να αμείβεται αναλόγως.
Στα 35 του κάτι τέτοιο στο NBA δεν μπορούσε να γίνει, όμως στην Ευρώπη οι συνθήκες ήταν ιδανικές. Ο McAdoo κατέφθασε στο Μιλάνο ως ο κορυφαίος παίκτης που έχει περάσει ποτέ τον Ατλαντικό και στα ευρωπαϊκά παρκέ δεν πιστοποίησε απλά την εγκυρότητα του μύθου που τον ακολουθούσε, αλλά τον μεγάλωσε κιόλας καθώς μέχρι σήμερα βάσει συνδυασμού απόδοσης και επιτυχιών αποτελεί τον καλύτερο Αμερικανό που έχει παίξει ποτέ στην Ευρώπη. Παίκτης όμοιος του τότε δεν υπήρχε. Με τις παραστάσεις που διέθετε από έναν άλλο μπασκετικό κόσμο οι αντίπαλοι ψηλοί ήταν αδύνατον να τον αντιμετωπίσουν και έτσι η Olimpia με το όνομα του νέου χορηγού της (Tracer) έφτασε δύο συνεχόμενες χρονιές (1987, 1988) στην κατάκτηση της EuroLeague.
Την πρώτη μάλιστα χρειάστηκε μόνο 22.3 πόντους ανά αγώνα από τον McAdoo, καθώς ο Peterson για δεύτερο ξένο είχε επιλέξει τον Ken Barlow που από την Olimpia ξεκίνησε την σπουδαία σταδιοδρομία του στην Ευρώπη. Η πορεία της βέβαια κόντεψε να τελειώσει πριν καν αρχίσει, αφού στον δεύτερο προκριματικό γύρο ο Άρης την κέρδισε 98-67 στην Θεσσαλονίκη. Στο Μιλάνο ηττήθηκε 83-49 και στην συνέχεια οι Ιταλοί δεν βρέθηκαν ξανά προ εκπλήξεως. Τερμάτισαν πρώτοι στον όμιλο των έξι στην τελική φάση της διοργάνωσης ισοβαθμώντας με την Maccabi Tel Aviv και στον τελικό που έγινε στην Λοζάνη την κέρδισαν 71-69 με 21 πόντους και 9 ριμπάουντ από τον McAdoo, 23 από τον Premier και 18 από τον Barlow. Εντός συνόρων πάλι για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά πήραν πρωτάθλημα και κύπελλο.
Αν αναλογιστεί κανείς τι ακολούθησε αυτή ήταν απλά μία σεζόν προσαρμογής για τον McAdoo στην EuroLeague. Το 1988 η Tracer είχε στον πάγκο της τον Franco Casalini ο οποίος αντικατέστησε τον Peterson που αποσύρθηκε από την ενεργό δράση για να γίνει εξαιρετικός τηλεσχολιαστής και στην θέση του Barlow, που πήγε στην Maccabi, έφερε για δεύτερο ξένο τον Rickey Brown από την Brescia. Αυτές οι αλλαγές την επηρέασαν σε έναν βαθμό, αλλά επισκιάστηκαν από την αύξηση της επιθετικής παραγωγικότητας του McAdoo που είχε μέσο όρο 27.2 πόντους. Οι ομάδες στην τελική φάση αυξήθηκαν από έξι σε οκτώ και οι τέσσερις πρώτες του ομίλου θα έπαιρναν την πρόκριση για το πρώτο Final 4 που φιλοξενήθηκε στην Γάνδη.
Η Tracer έδωσε συναρπαστικές μάχες με Partizan, Άρη, Maccabi και Barcelona και τερμάτισε 3η πίσω από τους Γιουγκοσλάβους και την ελληνική ομάδα με την οποία ισοβάθμησε έχοντας από εννιά νίκες και πέντε ήττες. Έπεσε θύμα τεράστιας έκπληξης στην πρεμιέρα γνωρίζοντας συντριβή 102-78 από την Γερμανική Saturn της Κολωνίας η οποία κατάφερε να κρατήσει τον McAdoo στους 16 πόντους, αλλά κάτι τέτοιο ήταν απίθανο να επαναληφθεί. Στη νίκη επί της Partizan στο Μιλάνο με 93-83 ο Αμερικανός πέτυχε 34 πόντους, φόρτωσε το καλάθι της ολλανδικής Den Bosch (ηττήθηκε 96-92 στην Ιταλία) με 25, σταμάτησε τους 35 στη νίκη επί της Maccabi στο Ισραήλ με 99-93, σημείωσε 22 στην επικράτηση επί της Orthez στην Γαλλία με 80-78, στην εντός έδρας ήττα από την Barcelona με 100-94 σκόραρε 37 πόντους και στο τελευταίο παιχνίδι του πρώτου γύρου έφτασε τους 38 στην ήττα από τον Άρη στην Θεσσαλονίκη με 120-95 σε μια αναμέτρηση όπου ο Νίκος Γκάλης έβαλε 50 πόντους.
Στον δεύτερο γύρο ο McAdoo πήρε ρεβάνς από την Saturn με 43 πόντους ώστε η Tracer να κερδίσει 115-104 και συνέχισε ακάθεκτος. Στην ήττα από την Partizan στο Βελιγράδι με 92-85 σημείωσε 31 πόντους, οι 27 που έβαλε κόντρα στην Den Bosch αρκούσαν προκειμένου οι Ιταλοί να φύγουν νικητές από την Ολλανδία με 85-80, απέναντι στην Maccabi στο Μιλάνο χρειάστηκαν μόνο 24 πόντους του για να κερδίσουν με το επιβλητικό 113-81 (σ.σ. ο Brown σε αυτό το παιχνίδι σταμάτησε στους 35 πόντους), στο 87-77 επί της Orthez σκόραρε 26 πόντους, οι 25 που πέτυχε στην Βαρκελώνη δεν αρκούσαν και έτσι η Barcelona κέρδισε ξανά (102-87), αλλά ο Άρης δεν την γλίτωσε και από τους 33 πόντους του έχασε στην Ιταλία 97-82.
Δέκα μέρες μετά από αυτό το παιχνίδι οι δύο ομάδες συναντήθηκαν στον ημιτελικό του Final 4. Ο Άρης κόντραρε στα ίσα την Tracer στο μεγαλύτερο διάστημα του αγώνα, όμως δεν γινόταν να τα βγάλει πέρα με τον McAdoo από τον οποίο δέχτηκε 23 πόντους στο πρώτο ημίχρονο η λήξη του οποίου βρήκε το σκορ ισόπαλο 45-45. Από την στιγμή που και ο Brown (28 πόντοι) ήταν σε μεγάλη βραδιά ο σούπερ σταρ των Ιταλών δεν είχε παρά να προσθέσει άλλους 16 πόντους στην συγκομιδή του, να τελειώσει την αναμέτρηση με 39 (ρεκόρ πόντων στην ιστορία του θεσμού) και με το τελευταίο του καλάθι να αυξήσει την διαφορά στο +10 (84-74) προτού η ομάδα του επικρατήσει τελικά 87-82.
Στον τελικό η Maccabi το πάλεψε περισσότερο σε σχέση με τα δύο προηγούμενα παιχνίδια της με την Tracer. Ήταν πίσω 52-41 στο ημίχρονο, αλλά κατάφερε να επιστρέψει και να πέσει ηρωικά χάνοντας 89-82 με τον McAdoo να έχει 25 πόντους, 12 ριμπάουντ, 3 κλεψίματα και να σφραγίζει με κάρφωμα τη νίκη της ομάδας του για να αναδειχτεί MVP του πρώτου Final 4. Αυτή ήταν η 3η και τελευταία φορά που η Olimpia Milano κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών, ενώ από τότε μέχρι σήμερα η μόνη φορά που βρέθηκε ανάμεσα στις τέσσερις καλύτερες ομάδες της διοργάνωσης ήταν το 1992 όταν ως Philips Milano είχε ηττηθεί στον ημιτελικό του Final από την μετέπειτα πρωταθλήτρια Ευρώπης Partizan.
Μάλιστα δεν είχε καν την ευκαιρία να υπερασπιστεί τον τίτλο της την επόμενη σεζόν. Μετά τον ευρωπαϊκό θρίαμβο της ηττήθηκε στους τελικούς του Ιταλικού Πρωταθλήματος με 3-1 από την Scavolini Pesaro και το 1989 αγωνίστηκε στο Korac Cup, καθώς ακόμα η FIBA δεν είχε θεσπίσει τον κανονισμό που έδινε στην πρωταθλήτρια Ευρώπης απευθείας πρόκριση στην EuroLeague της επόμενης χρονιάς. Το 1989 λοιπόν έφτασε έως τα ημιτελικά του Korac Cup όπου αποκλείστηκε από την Cantu χωρίς να έχει στην διάθεση της τον McAdoo και στην συνέχεια ανέκτησε τα «σκήπτρα» της πρωταθλήτριας στην Ιταλία κερδίζοντας στους τελικούς 3-2 την Livorno με μια στιγμή επικής αυτοθυσίας από τον Αμερικανό να μένει στην ιστορία.
Ένας τραυματισμός στα τέλη της σεζόν έκοψε την φόρα στον McAdoo με αποτέλεσμα η απόδοση του να μην πιάσει τα συνηθισμένα στάνταρ, όμως αυτό δεν τον εμπόδισε στα τελευταία λεπτά του 5ου αγώνα με την Livorno να βουτήξει στο παρκέ και με τα μακριά του χέρια να ακουμπήσει τη μπάλα όσο ακριβώς χρειαζόταν για να αποτρέψει τον Alberto Tonut από το να πετύχει ένα σίγουρο καλάθι. Εάν τα κατάφερνε η ομάδα του θα μείωνε 80-79 και εφόσον στο τέλος έχασε 86-85 το φινάλε θα μπορούσε να ήταν διαφορετικό. Αυτός ήταν ο τελευταίος τίτλος που κατέκτησε ο McAdoo με την Olimpia από την οποία αποχώρησε το 1990 ύστερα από μία τετραετία που συνιστά ακόμα την καλύτερη περίοδο της ιστορίας της.
Αφήστε μια απάντηση