Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν το NBA αναζητούσε νέους σταρ που θα διαδέχονταν σε δημοτικότητα τον Michael Jordan, τον Magic Johnson και τον Larry Bird, έκαναν την εμφάνιση τους δύο ιδιαίτερα ξεχωριστοί παίκτες που από την πρώτη στιγμή μπήκαν στις καρδιές των φιλάθλων. Αυτοί δεν ήταν άλλοι από τον Grant Hill και τον Jason Kidd οι οποίοι είχαν επιλεγεί ο ένας πίσω από τον άλλο στο draft του 1994, είχαν μοιραστεί το βραβείο του rookie της χρονιάς το 1995, αποσύρθηκαν μαζί από την ενεργό δράση το 2013 και τώρα πέρασαν παρέα το κατώφλι του Hall of Fame.

Οι περγαμηνές που τους συνόδευαν έλεγαν πως οι Dallas Mavericks (πήραν τον Kidd στο νούμερο δύο) και οι Detroit Pistons (διάλεξαν τον Hill στο τρία) είχαν αποκτήσει τον καλύτερο point guard και τον πιο ολοκληρωμένο παίκτη του NCAA αντίστοιχα. Στα τέσσερα χρόνια που φοίτησε στο Duke η στατιστική του Hill κατέγραψε 1.924 πόντους, 769 ριμπάουντ, 461 ασίστ, 218 κλεψίματα και 133 κοψίματα με αποτέλεσμα να γίνει ο πρώτος παίκτης στην ιστορία της ACC (η περιφέρεια που ανήκει το Duke) με περισσότερους από 1.900 πόντους, 700 ριμπάουντ, 400 ασίστ, 200 κλεψίματα και 100 κοψίματα. Βοήθησε τους «blue devils» να κατακτήσουν το πρωτάθλημα δύο φορές (1991, 1992), την τελευταία σεζόν του τους οδήγησε μέχρι τον τελικό του Final 4 και ενδιάμεσα το 1993 είχε αναδειχτεί καλύτερος αμυντικός του Κολεγιακού Πρωταθλήματος.

Την ίδια χρονιά ο Kidd είχε πάρει το βραβείο του καλύτερου freshman. Τα 110 κλεψίματα (3.8 ανά αγώνα) που είχε κάνει με την φανέλα του Πανεπιστημίου της California αποτελούν την καλύτερη επίδοση για πρωτοετή στην ιστορία του NCAA και ταυτόχρονα ρεκόρ για την ομάδα του όπως και οι 220 ασίστ που είχε μοιράσει. Την επόμενη χρονιά έφτασε να έχει μέσο όρο 9.1 ασίστ και έσπασε το δικό του ρεκόρ δίνοντας 272 που ήταν και οι περισσότερες για εκείνη τη σεζόν στο Κολεγιακό Πρωτάθλημα, ενώ έγινε ο πρώτος παίκτης των «golden bears» που συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη πεντάδα του NCAA, μέλος της οποίας ήταν και ο Hill, μετά το 1968.

Μετά από όλα αυτά το Duke απέσυρε την φανέλα με το νούμερο «33» και η California αυτή με το «5». Κάνοντας τα ίδια ακριβώς πράγματα ανάγκασαν το NBA να μοιράσει στα δύο το βραβείο του rookie της χρονιάς για μόλις δεύτερη φορά και πρώτη μετά το 1971 όταν το είχαν πάρει ο Dave Cowens (Boston Celtics) και ο Geoff Petrie (Portland Trail Blazers).

Ο Hill είχε συστηθεί στο κοινό των Pistons σκοράροντας 25 πόντους στο ντεμπούτο του απέναντι στους Los Angeles Lakers και συνέχισε ξεπερνώντας τους 20 σε έξι συνεχόμενα παιχνίδια. Ολοκλήρωσε τη σεζόν με μέσο όρο 19.9 πόντους, 6.4 ριμπάουντ, 5 ασίστ, 1.8 κλεψίματα και περίπου ένα κόψιμο και με τους 1.394 πόντους που σημείωσε έγινε ο πρώτος rookie του Detroit που ξεπέρασε τους 1.000 μετά τον Isiah Thomas που το 1982 είχε σταματήσει στους 1.225. Επίσης αποτέλεσε τον πρώτο παίκτη των Pistons που αναδείχτηκε rookie της χρονιάς μετά τον Dave Bing το 1967. Το εντυπωσιακότερο κατόρθωμα του όμως ήταν πως μέχρι σήμερα παραμένει ο μοναδικός rookie στην ιστορία του NBA που έχει λάβει τις περισσότερες ψήφους από κάθε άλλον παίκτη στην ψηφοφορία για το All Star Game, καθώς το 1995 είχε μαζέψει 1.289.585.

Από την άλλη ο Kidd βοήθησε τους Mavericks να βελτιωθούν εντυπωσιακά. Το 1994 είχαν το χειρότερο ρεκόρ (13-69) στο NBA και χάρη στους 11.7 πόντους, τις 7.7 ασίστ, τα 5.4 ριμπάουντ και τα 1.8 κλεψίματα που είχε ανά αγώνα έκαναν 23 νίκες παραπάνω. Παρότι rookie ήταν ο παίκτης με τα περισσότερα triple-double στο NBA το 1995. Μάλιστα το τρίτο από τα τέσσερα που έκανε αποτελεί μία από τις κορυφαίες εμφανίσεις της καριέρας του, αφού στις 11 Απριλίου του 1995 είχε οδηγήσει το Dallas σε εκτός έδρας νίκη επί των πρωταθλητών Houston Rockets με 156-147 ύστερα από δύο παρατάσεις έχοντας 38 πόντους με 8/12 τρίποντα, 11 ριμπάουντ, 10 ασίστ και 3 κλεψίματα.

https://www.youtube.com/watch?v=RWDO1VOmdLk

Από εκεί και πέρα ακολούθησαν ξεχωριστούς δρόμους. Ο Hill για μια πενταετία αποτέλεσε έναν από τους μεγαλύτερους αστέρες του NBA κάτι που αποδείχτηκε περίτρανα το 1996 όταν ήρθε και πάλι πρώτος στην ψηφοφορία για το All Star Game ξεπερνώντας ακόμα και τον Michael Jordan που εν τω μεταξύ είχε επιστρέψει στη δράση. Εκείνη τη χρονιά ήταν ο παίκτης με τα περισσότερα triple-double (10) στο NBA και έχοντας μέσο όρο 20.2 πόντους, 9.8 ριμπάουντ, 6.9 ασίστ και 1.3 κλεψίματα βοήθησε τους Pistons να ολοκληρώσουν την κανονική περίοδο με ρεκόρ 46-36 και να επιστρέψουν στα playoffs για πρώτη φορά μετά το 1992.

https://www.youtube.com/watch?v=NGmULtF91Y8

Την επόμενη σεζόν συνέχισε ακάθεκτος και μάλιστα ευθυνόταν για το 35% των triple-double που έγιναν στο NBA, αφού είχε και πάλι τα πιο πολλά φτάνοντας τα 13. Ένα από αυτά αποτελεί την πληρέστερη εμφάνιση της καριέρας του, καθώς στις 18 Ιανουαρίου του 1997 η ομάδα του κέρδισε εκτός έδρας τους Lakers 100-97 στην δεύτερη παράσταση χάρη σε 34 πόντους, 15 ριμπάουντ και 14 ασίστ από τα δικά του χέρια. Το Detroit βελτιώθηκε ακόμα περισσότερο (είχε ρεκόρ 54-28) και ξεπέρασε τις 50 νίκες για πρώτη φορά μετά το 1991, ενώ ο ίδιος είχε 21.4 πόντους, 9 ριμπάουντ, 7.3 ασίστ (η καλύτερη επίδοση της καριέρας του) και 1.8 κλεψίματα ανά αγώνα με αποτέλεσμα να γίνει ο πρώτος παίκτης μετά τον Larry Bird το 1990 και συνολικά ο πέμπτος στην ιστορία του NBA, με μέσο όρο τουλάχιστον 20 πόντους, 9 ριμπάουντ και 7 ασίστ. Από τότε αυτά τα νούμερα τα έχει πιάσει μόνο ο Russell Westbrook που ολοκλήρωσε τις δύο τελευταίες χρονιές με διψήφιο μέσο όρο σε πόντους, ριμπάουντ και ασίστ.

Με 21.1 πόντους, 7.7 ριμπάουντ και 6.8 ασίστ το 1998 και 21.1 πόντους, 7.1 ριμπάουντ και 6 ασίστ το 1999 έφτασε να ηγείται των Pistons σε αυτές τις τρεις στατιστικές κατηγορίες επί τρεις συνεχόμενες χρονιές κάτι που στην ιστορία του NBA έχει πετύχει μόνο ο ίδιος και ο Wilt Chamberlain. Το 2000 ήταν η τελευταία του χρονιά στο Detroit και ταυτόχρονα η κορυφαία της καριέρας του, καθώς σκόραρε κατά μέσο όρο 25.8 πόντους ξεπερνώντας τους 40 τέσσερις φορές μέσα στη σεζόν. Το ρεκόρ του πάντως είναι οι 46 με τους οποίους φόρτωσε το καλάθι των Washington Wizards στις 8 Φεβρουαρίου του 1999. Αυτή ήταν και η πρώτη από τις συνολικά πέντε «40αρες» που έβαλε στα 19 χρόνια που έπαιξε στο NBA.

https://www.youtube.com/watch?v=ia9VRPKH56Y

Η εξαετία που φόρεσε την φανέλα των Pistons αποτελεί το καλύτερο διάστημα της καριέρας του. Πέτυχε 9.393 πόντους, μάζεψε 3.417 ριμπάουντ και μοίρασε 2.720 ασίστ αριθμοί που μόνο άλλοι τρεις παίκτες (Oscar Robertson, Larry Bird, LeBron James) έχουν να επιδείξουν στα πρώτα έξι χρόνια τους στο NBA. Δυστυχώς μετά τον τραυματισμό που υπέστη στον αριστερό αστράγαλο τον Απρίλιο του 2000 δεν ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος παίκτης. Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς μετακόμισε στους Orlando Magic, αλλά την πρώτη του σεζόν κατάφερε να δώσει το «παρών» μόλις σε τέσσερις αγώνες. Την επόμενη έλειψε από 68 παιχνίδια, το 2003 από 53 και το 2004 δεν αγωνίστηκε καθόλου. Το 2005 πάλι ήταν η τελευταία φορά που έκανε την εμφάνιση του ο πραγματικός Grant Hill. Συμμετείχε σε 67 αναμετρήσεις, σκόραρε 19.7 πόντους ανά αγώνα και ψηφίστηκε από τον κόσμο στην βασική πεντάδα της Ανατολής για το All Star Game όπως και το 2001 παρότι είχε παίξει ελάχιστα.

Τα προβλήματα τραυματισμών συνεχίστηκαν και έτσι όταν ολοκληρώθηκε το επταετές συμβόλαιο που είχε υπογράψει με τους Magic έναντι 92.8 εκατομμυρίων δολαρίων σκέφτηκε σοβαρά να αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Τελικά αποφάσισε να συνεχίσει και να αγωνιστεί στους Phoenix Suns όπου στα 35 του ξεκίνησε μια νέα καριέρα ως ρολίστας και μάλιστα εξαιρετικά αποτελεσματικός. Στα πέντε χρόνια που φόρεσε την φανέλα τους είχε μόνιμα διψήφιο μέσο όρο πόντων, έχασε ελάχιστα παιχνίδια και ήταν το βασικό «3αρι» τους. Μάλιστα το 2009 έπαιξε για πρώτη φορά και στους 82 αγώνες της κανονικής περιόδου, ενώ συμπλήρωσε τρεις συνεχόμενες χρονιές με τουλάχιστον 80 συμμετοχές. Επίσης το 2010 πέρασε για πρώτη φορά τον πρώτο γύρο των playoffs στον οποίο είχε αποκλειστεί με τους Pistons το 1996, το 1997, το 1999 και το 2000 και με τους Magic το 2007, κάτι που τον έκανε τον πρώτο παίκτη στην ιστορία που κερδίζει σειρά playoffs για πρώτη φορά μετά την 15η χρονιά του στο NBA.

Για τον Kidd τα πράγματα δεν ήταν εξίσου καλά μετά την πρώτη του χρονιά στο Dallas. Μπορεί ατομικά να βελτιώθηκε και οι αριθμοί του να έφτασαν τους 16.6 πόντους, τα 6.8 ριμπάουντ, τις 9.7 ασίστ και τα 2.2 κλεψίματα ανά αγώνα με αποτέλεσμα να ψηφιστεί από τον κόσμο στην βασική πεντάδα της Δύσης στο All Star Game του 1996, όμως η πορεία των Mavericks ήταν αντιστρόφως ανάλογη με την δική του. Τα πολλά εσωτερικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν λόγω της αντιπαλότητας που αναπτύχθηκε μεταξύ των ανερχόμενων σταρ τους (σ.σ. ο Kidd μαζί με τον Jamal Mashburn και τον Jim Jackson είχαν συνθέσει αρχικά ένα πολλά υποσχόμενο τρίο) τους ανάγκασαν να τους ανταλλάξουν όλους στα μέσα της σεζόν 1996/97 και να ξεκινήσουν πάλι από το μηδέν.

https://www.youtube.com/watch?v=bFnHEOGfXMc

Έτσι ο Kidd βρέθηκε στο Phoenix όπου το κλίμα ήταν σαφώς καλύτερο και τον βοήθησε να εξελιχτεί στον κορυφαίο point guard του NBA. Τα δείγματα βέβαια τα είχε δώσει ήδη. Το 1996 ήταν δεύτερος πίσω από τον Hill σε triple-double με εννιά, στο πιο εντυπωσιακό από αυτά στην εκτός έδρας νίκη με 140-130 επί των Suns στις 12 Ιανουαρίου είχε 33 πόντους, 16 ασίστ και 12 ριμπάουντ, λίγο αργότερα στις 8 Φεβρουαρίου έκανε ρεκόρ καριέρας στις ασίστ μοιράζοντας 25 κόντρα στους Utah Jazz σε μια εντυπωσιακή αναμέτρηση στην οποία σκόραρε επίσης 20 πόντους και έκανε 4 κλεψίματα προκειμένου οι Mavs να επικρατήσουν 136-133 ύστερα από δύο παρατάσεις, ενώ την πρώτη μέρα του μήνα είχε κατατροπώσει τους Seattle SuperSonics με 36 πόντους, 9 ριμπάουντ, 8 ασίστ και 4 κλεψίματα οδηγώντας την ομάδα του στη νίκη με 103-100.

Με την φανέλα των Suns ήταν πρώτος σε ασίστ στο NBA επί τρεις συνεχόμενες χρονιές έχοντας μέσο όρο 10.8 (ο κορυφαίος στην καριέρα του) το 1999, 10.1 το 2000 και 9.8 το 2001. Το 1999 μάλιστα ήταν πρώτος και σε triple-double, αφού ευθυνόταν για τα εφτά από τα 18 που είχαν γίνει στο NBA εκείνη τη σεζόν, με την ομάδα του να κερδίζει όλα τα παιχνίδια στα οποία είχε διψήφιο νούμερο σε τρεις διαφορετικές στατιστικές κατηγορίες. Συνολικά στα περίπου πέντε χρόνια που πέρασε στην Αριζόνα έγινε τρεις φορές All Star (1998, 2000, 2001), ψηφίστηκε άλλες τόσες (1999, 2000, 2001) στην καλύτερη πεντάδα του NBA και ήταν δύο φορές (1999, 2001) μέλος της καλύτερης αμυντικής πεντάδας. Σε αυτό το διάστημα το Phoenix ξεπέρασε τις 50 νίκες τρεις χρονιές στην κανονική περίοδο και δεν έλειψε ποτέ από τα playoffs, αλλά κατάφερε να περάσει τον πρώτο γύρο μόνο μία φορά.

Με την μετακόμιση του στο New Jersey μέσω ανταλλαγής τον Ιούλιο του 2001 άλλαξε για τα καλά την τύχη των Nets. Πριν από την έλευση του είχαν μπει στα playoffs μόλις μία φορά μετά το 1994 και στην πρώτη του σεζόν στην ομάδα τους οδήγησε για πρώτη φορά στην ιστορία τους στους τελικούς του NBA. Με 14.7 πόντους, 9.9 ασίστ, 7.3 ριμπάουντ και 2.1 κλεψίματα ανά αγώνα τους βοήθησε να κάνουν 26 νίκες παραπάνω σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά και να τερματίσουν πρώτοι στην Ανατολή το 2002 με ρεκόρ 52-30 ξεπερνώντας για πρώτη φορά στην ιστορία τους τις 50 νίκες στην κανονική περίοδο. Φυσικά έγινε για μία ακόμα φορά All Star και αποτέλεσε μέλος τόσο της καλύτερης πεντάδας όσο και αυτής με τους κορυφαίους αμυντικούς της χρονιάς, ενώ ήρθε δεύτερος στην ψηφοφορία για το βραβείο του MVP πίσω από τον Tim Duncan των San Antonio Spurs.

Το 2003 είχαμε μία από τα ίδια. Οι Nets έφτασαν ξανά μέχρι τους τελικούς του NBA και ο Kidd έκανε την καλύτερη του σεζόν από πλευράς σκοραρίσματος φτάνοντας τους 18.7 πόντους ανά αγώνα. Επίσης ήταν πρώτος σε ασίστ στο NBA με μέσο όρο 8.9, ενώ είχε ακόμα 6.3 ριμπάουντ και 2.2 κλεψίματα. Όπως ήταν αναμενόμενο το New Jersey του πρόσφερε νέο συμβόλαιο και απέσπασε την υπογραφή του για έξι χρόνια έναντι 99 εκατομμυρίων δολαρίων. Το 2004 ψηφίστηκε ξανά στην καλύτερη πεντάδα του NBA, ενώ ήταν πάλι πρώτος σε ασίστ με 9.2 ανά αγώνα. Τα επόμενα χρόνια η ομάδα του παρέμεινε μία από τις καλύτερες της Ανατολής, αλλά στα playoffs δεν μπόρεσε να πάει πιο πέρα από τον δεύτερο γύρο παρότι ο ίδιος έκανε πράγματα και θαύματα.

Το 2007 ολοκλήρωσε τον πρώτο γύρο της postseason, όπου οι Nets απέκλεισαν τους Toronto Raptors, με μέσο όρο 14 πόντους, 13.2 ασίστ και 10 ριμπάουντ και έγινε μόλις ο τρίτος παίκτης στην ιστορία του NBA μετά τον Wilt Chamberlain (δύο φορές) και τον Magic Johnson (τέσσερις φορές) που έχει μέσω όρο triple-double σε περισσότερες από μία σειρές στα playoffs, αφού είχε κάνει το ίδιο και στους τελικούς της Ανατολής κόντρα στους Boston Celtics το 2002 όταν είχε 17.5 πόντους, 11.2 ριμπάουντ και 10.2 ασίστ ανά αγώνα. Παρότι στον δεύτερο γύρο η ομάδα του αποκλείστηκε από τους Cleveland Cavaliers, ο Kidd ολοκλήρωσε την postseason με μέσο όρο 14.6 πόντους, 10.9 ριμπάουντ και 10.9 ασίστ με αποτέλεσμα να αποτελέσει τον δεύτερο παίκτη στην ιστορία του NBA μετά τον Oscar Robertson το 1962 που έχει μέσο όρο triple-double καθ’ όλη τη διάρκεια των playoffs, κάτι που από τότε έχει πετύχει μόνο ο Russell Westbrook το 2017.

Τον Φεβρουάριο του 2008 επέστρεψε στους Mavericks μέσω ανταλλαγής φεύγοντας από τους Nets, οι οποίοι όταν αποχώρησε από την ενεργό δράση απέσυραν την φανέλα του με το νούμερο «5», ως πρώτος σε ασίστ στην ιστορία τους με 4.620, σε κλεψίματα με 950 και σε εύστοχα τρίποντα με 813. Στα 35 του πλέον το Dallas του ζήτησε να προσφέρει απλά με την εμπειρία του και το 2011 τον είδε να γίνεται ο μεγαλύτερος σε ηλικία (38 ετών) βασικός point guard που κατακτά το πρωτάθλημα.

Το 2013 μετά από 19 σεζόν στο NBA τόσο ο Hill, που έπαιζε στους Los Angeles Clippers, όσο και ο Kidd, ο οποίος αγωνιζόταν στους New York Knicks, αποφάσισαν να αποσυρθούν από την ενεργό δράση. Ο Kidd ολοκλήρωσε την καριέρα του ως δεύτερος σε ασίστ και κλεψίματα πίσω από τον John Stockton (15.806 ασίστ, 3.265 κλεψίματα) στην ιστορία του NBA με 12.091 και 2.684 αντίστοιχα, όταν σταμάτησε ήταν τρίτος σε εύστοχα τρίποντα μετά τον Ray Allen (2.973) και τον Reggie Miller (2.560) με 1.988 και τώρα βρίσκεται στην ένατη θέση της σχετικής λίστας, είναι τρίτος σε triple-double μετά τον Oscar Robertson (181) και τον Magic Johnson (138) με 107, ενώ αποτελεί τον μοναδικό παίκτη με περισσότερους από 15.000 πόντους (17.529), 10.000 ασίστ και 7.000 ριμπάουντ (8.725).

Επίσης έγινε 10 φορές All Star (1996, 1998, 2000, 2001, 2002, 2003, 2004, 2007, 2008, 2010), ήταν μέλος της καλύτερης πεντάδας του NBA πέντε χρονιές (1999, 2000, 2001, 2002, 2004), συμπεριλήφθηκε σε αυτή με τους καλύτερους αμυντικούς τέσσερις φορές (1999, 2001, 2002, 2006), είναι κάτοχος δύο χρυσών ολυμπιακών μεταλλίων (2000, 2008) λόγω της συμμετοχής του με την εθνική ομάδα των ΗΠΑ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ και σε αυτούς του Πεκίνο και έχει πάρει και τρία χρυσά μετάλλια (1999, 2003, 2007) στο FIBA Americas Championship. Ο Hill πάλι ήταν εφτά φορές All Star (1995, 1996, 1997, 1998, 2000, 2001, 2005), μέλος της καλύτερης πεντάδας του NBA το 1997, πρωταθλητής στο NCAA με το Duke δύο φορές και χρυσός Ολυμπιονίκης το 1996 στην Ατλάντα. Δικαίως λοιπόν και οι δύο πήραν θέση ανάμεσα στους κορυφαίους όλων των εποχών.