Για να βάλεις από κάτω τις δύο μεγαλύτερες δυναστείες στην ιστορία του NBA και να καθυστερήσεις την έναρξη της 3ης προκειμένου να βρεθείς στην κορυφή, χρειάζεται κότσια και τα «Κακά Παιδιά» των Detroit Pistons τα είχαν.

Στα 80’s το να καταλήξει το πρωτάθλημα σε άλλα χέρια εκτός από αυτά των Boston Celtics ή των Los Angeles Lakers ήταν σχεδόν αδιανόητο. Οι δύο μεγαλύτερες ομάδες που έχουν υπάρξει ποτέ στο NBA, εκείνη την περίοδο κατέκτησαν οκτώ φορές τον τίτλο και έδιναν μόνιμα το παρών στους τελικούς. Οι Lakers πήραν το πρωτάθλημα το 1980, το 1982, το 1985, το 1987 και το 1988 παίζοντας επίσης στους τελικούς το 1983, το 1984 και το 1989, ενώ οι Celtics βρέθηκαν στην κορυφή το 1981, το 1984 και το 1986 συμμετέχοντας επιπλέον στους τελικούς το 1985 και το 1987. Με άλλα λόγια κάθε χρόνο τουλάχιστον ένας από τους δύο βρισκόταν στους τελικούς.

Εκπλήξεις υπήρχαν όπως και τρίτος διεκδικητής για ένα μικρό διάστημα. Οι Houston Rockets είχαν αποκλείσει τους Lakers στα playoffs το ’81 και το ’86, ενώ οι Philadelphia 76ers μετά τις ήττες τους από την ομάδα του Los Angeles στους τελικούς το ’80 και το ’82, το ’83 κατάφεραν να πάρουν το πρωτάθλημα αλλά μέχρι εκεί. Με τον Larry Bird να είναι ο MVP της κανονικής περιόδου το ’84, το ’85 και το ’86 και τον Magic Johnson το ’87 και το ’89 Celtics και Lakers δεν είχαν αντίπαλο σε Ανατολή και Δύση αντίστοιχα μέχρι που εμφανίστηκαν οι Pistons, οι οποίοι μετά τους χαμένους τελικούς του ’88 κατέκτησαν τον τίτλο το ’89 και το 1990 επανέλαβαν το κατόρθωμα τους.

Η επιλογή του Isiah Thomas στο νούμερο δύο στο draft του 1981 και η ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας του Detroit από τον αείμνηστο Chuck Daly άλλαξαν την τύχη του. Στην πρώτη του χρονιά στον πάγκο της ομάδας το 1984 οι Pistons μπήκαν για πρώτη φορά στα playoffs μετά το 1977 και μέσα σε τρία χρόνια έφτασαν να κοντράρουν τους Celtics στους τελικούς της Ανατολής. Μέχρι την πρώτη συνάντηση τους με την Βοστώνη στα playoffs, που έγινε στον δεύτερο γύρο το 1985, δεν είχαν καμία σχέση με τους φοβερούς και τρομερούς «Bad Boys» που τσάκιζαν κόκαλα. Οδηγούμενοι από τον Thomas, που εκείνη την χρονιά ήταν πρώτος σε ασίστ στο NBA με 13.9 ανά αγώνα και είχε ακόμα κατά μέσο όρο 21.2 πόντους και 2.3 κλεψίματα, ήταν μια φύση επιθετική ομάδα όπως όλες οι άλλες εκείνο τον καιρό και διέθεταν την 3η καλύτερη επίθεση του πρωταθλήματος πίσω από Denver Nuggets (120 πόντοι ανά αγώνα) και Lakers (118.2 πόντοι ανά αγώνα) με 116 πόντους ανά αγώνα.

Οι Celtics όμως ήταν μια σκληρή ομάδα που μπορούσε να ανταποκριθεί στο υψηλότερο επίπεδο και στις δύο πλευρές του παρκέ και τους έκανε μια χαψιά. Τους κέρδισαν 133-99 και 121-114 στα δύο πρώτα παιχνίδια της σειράς και παρότι ηττήθηκαν 125-117 και 102-99 στα δύο επόμενα προκρίθηκαν με 4-2 επικρατώντας στην συνέχεια 130-123 και 123-113. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχαν οι Pistons βέβαια άκουγε στο όνομα Larry Bird. Με 42 πόντους, 10 ριμπάουντ και 6 ασίστ στο δεύτερο παιχνίδι και 43 πόντους, 13 ριμπάουντ και 5 ασίστ στο 5ο τους έδειξε πως δεν είναι ακόμα σε θέση να τα βάλουν με τους πρωταθλητές και φρόντιζε να τους το υπενθυμίζει με τα υποτιμητικά του σχόλια κατά τη διάρκεια των αναμετρήσεων.

Αυτός ο αποκλεισμός οδήγησε το Detroit σε αλλαγή φιλοσοφίας. Οι Pistons διαπίστωσαν πως για να μπορέσουν να ξεπεράσουν το εμπόδιο των Celtics θα πρέπει να γίνουν πιο σκληροί από αυτούς και έτσι κήρυξαν πόλεμο. Όχι μόνο στην Βοστώνη, αλλά σε όλο το NBA. Τα επόμενα χρόνια άρχισαν να χάνουν θέσεις στην λίστα με τις κορυφαίες επιθέσεις και να ανεβαίνουν κατακόρυφα σε αυτήν με τις καλύτερες άμυνες με αποτέλεσμα να γίνουν η ομάδα που φοβόντουσαν όλοι λόγω του αντιαθλητικού τρόπου παιχνιδιού τους. Οι «Bad Boys» έσπερναν τον τρόμο και αυτός ακριβώς ήταν ο σκοπός τους. Να λυγίσουν όποιον βρισκόταν απέναντι τους και να τον κάνουν να εγκαταλείψει τη μάχη δίνοντας του να καταλάβει πως κάθε φορά που πλησίαζε το καλάθι τους έβαζε σε κίνδυνο την σωματική του ακεραιότητα.

Οι συνθήκες της εποχής άλλωστε τους το επέτρεπαν. Στα 80’s οι καβγάδες στο παρκέ ήταν συχνό φαινόμενο και οι μπουνιές που έπεφταν δεν κόστιζαν ιδιαίτερα στους παίκτες που συμμετείχαν σε φασαρίες. Την ώρα που όλοι διαμαρτύρονταν επειδή οι «Bad Boys» των Pistons τους σακάτευαν, το NBA δεν επενέβαινε γιατί ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς στο κοινό του. Αποτελούσαν το αντίπαλο δέος του star system που είχαν εγκαθιδρύσει ο Bird με τον Magic και απογείωσε η άφιξη του Michael Jordan και ο κόσμος λάτρευε να τους μισεί, χώρια που είχαν αποκτήσει τους δικούς τους φανατικούς θαυμαστές εκτός Detroit. Αυτοί ήταν που τους έδωσαν το όνομα «Bad Boys» και οι παίκτες των Pistons αποφάσισαν να ενστερνιστούν την ταυτότητα των «Κακών Παιδιών» εφόσον άρεσε στον κόσμο. Το ξύλο δηλαδή που έριχναν ήταν το δικό τους σόου.

Πρωτεργάτες όλης αυτής της λογικής ήταν ο Bill Laimbeer (center, 2.11 μέτρα) και ο Rick Mahorn (power forward, 2.08 μέτρα). Ο Laimbeer ήταν ένας πρωτοποριακός ψηλός για τα δεδομένα της εποχής αφού έβαζε και τρίποντα, ήταν εξαιρετικός ριμπάουντερ (πρώτος σε ριμπάουντ στο NBA το 1986 με μέσο όρο 13.1) και έγινε τέσσερις φόρες All-Star (1983, 1984, 1985, 1987) στην καριέρα του, αλλά ταυτόχρονα πέρασε στην ιστορία και ως ο πιο «βρώμικος» παίκτης όλων των εποχών. Μάλιστα απέκτησε το παρατσούκλι «The Prince of Darkness» ή αν προτιμάτε στα ελληνικά «Ο Πρίγκηπας του Σκότους», αφού απολάμβανε να κατακρεουργεί τους αντιπάλους του. Τα παρά πολύ σκληρά μαρκαρίσματα του οδήγησαν σε αμέτρητους καβγάδες όμως όλα ήταν μέρος του σχεδίου, καθώς όπως έχει πει ο ίδιος οι φασαρίες που δημιουργούσε έκαναν την αντίπαλη ομάδα να ασχολείται μαζί του και να ξεχνάει τον Thomas που έβρισκε το πεδίο να δράσει ανενόχλητος.

Ο Mahorn τον συμπλήρωνε ιδανικά. Με σωματοδομή που παρέπεμπε σε bodyguard έμοιαζε με τοίχο που δεν μπορούσε να διαπεράσει κανείς. Άσος και αυτός στο «βρώμικο» παιχνίδι, αλλά με την διαφορά πως χτυπούσε ακόμα πιο ύπουλα. Οι «φονικοί» του αγκώνες τρομοκρατούσαν όσους τους αντίκριζαν και τα εκτός φάσης σπρωξίματα του είχαν σωριάσει στο παρκέ ουκ ολίγους παίκτες. Για να φανταστείτε «Το πιο Κακό από τα Κακά Παιδιά», όπως τον έλεγαν στο Detroit, τον Ιανουάριο του 1988 δεν είχε διστάσει να τα βάλει με όλους τους Chicago Bulls ταυτόχρονα. Με μια λαβή βγαλμένη από αγώνα πάλης απέτρεψε τον Michael Jordan από το να σκοράρει, πλακώθηκε με τον Charles Oakley, έδειρε τον τότε προπονητή των Bulls, Doug Collins και όταν του την έπεσαν όλοι μαζί, παίκτες και προπονητικό επιτελείο, άρχισε να τους πετάει από εδώ κι από εκεί. Το αποτέλεσμα της σύρραξης που προκάλεσε ήταν να τιμωρηθεί με αποκλεισμό ενός αγώνα και πρόστιμο πέντε χιλιάδων δολαρίων.

Ο Isiah Thomas (point guard, 1.85 μέτρα) μπορεί να ήταν ο ηγέτης της ομάδας, ένας από τους κορυφαίους point guard στην ιστορία του NBA, 12 φορές All-Star (1982, 1983, 1984, 1985, 1986, 1987, 1988, 1989, 1990, 1991, 1992, 1993) και μικρός το δέμας, αλλά από τους καυγάδες δεν έλειπε. Δεν τους προκαλούσε, όμως όταν οι αντίπαλοι του συμπεριφέρονταν όπως οι συμπαίκτες του σε αυτούς γινόταν θηρίο ανήμερο και δεν δίσταζε να τα βάλει ακόμα και με παίκτες που ήταν κατά πολύ ψηλότεροι του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι μπουνιές που έπαιξε τον Απρίλιο του 1989 με τον center των Bulls, Bill Cartwright (2.16 μέτρα), καθώς μετά τις δύο γερές αγκωνιές που είχε δεχτεί του χίμηξε και πάνω στον τσακωμό έσπασε τον καρπό του. Η τιμωρία του ήταν αποβολή για δύο αγώνες και πρόστιμο πέντε χιλιάδων δολαρίων.

Το 1985 οι Pistons είχαν επιλέξει στο νούμερο 18 του draft το alter ego του στην περιφέρεια τους, αφού μαζί με τον Joe Dumars (shooting guard, 1.91 μέτρα) συνέθεσαν ένα από τα καλύτερα δίδυμα κοντών όλων των εποχών. Εκτός από καλός σκόρερ ο Dumars ήταν και εξαιρετικός αμυντικός. Σκληρός μεν, αλλά δεν πείραζε κανέναν. Κατά την διάρκεια της καριέρας του αποτέλεσε μέλος της καλύτερης αμυντικής πεντάδας του NBA τέσσερις φορές (1989, 1990, 1992, 1993), έγινε έξι φορές All-Star (1990, 1991, 1992, 1993, 1995, 1997) και ήταν αυτός που αναλάμβανε το μαρκάρισμα του Jordan με τον «Air» να τον χαρακτηρίζει ως τον καλύτερο αμυντικό που έχει αντιμετωπίσει ποτέ.

Ο ερχομός του Vinnie Johnson (shooting guard, 1.88 μέτρα) από τον πάγκο τους συμπλήρωνε ιδανικά. Στην άμυνα δεν υστερούσε, αλλά η δική του ειδικότητα ήταν η επίθεση. Είχε πάντα διψήφιο μέσο όρο πόντων και με το που περνούσε στο παιχνίδι μπορούσε να βάλει κάμποσους μαζεμένους μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, κάτι για το οποίο απέκτησε το προσωνύμιο «The Microwave». «Ζεσταινόταν» δηλαδή εξίσου γρήγορα με έναν φούρνο μικροκυμάτων.

Στο draft του 1986 οι Pistons «ψάρεψαν» δύο ιδανικά αμυντικά «εργαλεία». Τον John Salley (center, 2.11 μέτρα) στο νούμερο 11 και τον Dennis Rodman (power forward, 2.01 μέτρα) στο νούμερο 27. Ο Salley ήταν ένας εξαιρετικά αθλητικός ψηλός για την εποχή που μπορούσε να τρέχει ασταμάτητα το γήπεδο πάνω κάτω και με τα μακριά του χέρια να κόψει, να κλέψει μπάλες και στην απέναντι πλευρά του παρκέ να τελειώσει φάσεις με θεαματικό τρόπο πάνω από το στεφάνι. Με όλα αυτά που έκανε έμοιαζε σαν να έχει οκτώ χέρια και του έδωσαν το παρατσούκλι «Spider» («Αράχνη»).

Μαζί με τον Rodman έρχονταν από τον πάγκο και έδιναν εντυπωσιακή ενάργεια στην ομάδα τους, που επέβαλε τον ρυθμό της μέσω της άμυνας. Ο Rodman τότε δεν είχε καμία σχέση με τον εκκεντρικό σούπερ σταρ των 90’s, δεν ήταν ακόμα ο εκπληκτικός ριμπάουντερ που είδαμε στην πορεία της καριέρας του και έπαιζε κυρίως ως small forward (ήταν αυτός που αναλάμβανε το μαρκάρισμα του Larry Bird και του Magic Johnson). Παρόλα αυτά κολλούσε σαν τσιμπούρι (και ας τον έλεγαν «Το Σκουλήκι» – «The Worm») επάνω στον προσωπικό του αντίπαλο και του έβγαζε το λάδι.

Με αυτό τον τρόπο έφτασε να αναδειχτεί αμυντικός της χρονιάς το 1990 και το 1991 (μέλος της καλύτερης αμυντικής πεντάδας το 1989, το 1990, το 1991, το 1992, το 1993, το 1995 και το 1996) και να γίνει All-Star το 1990 και το 1992. Αν και ακόμα όπως είπαμε δεν ήταν αυτός ο θεότρελος τύπος με τα πολύχρωμα μαλλιά και τα πολλά τατουάζ ως σωστό «Bad Boy» τις φασαρίες του τις έκανε. Ο Mahorn του είχε μάθει όλα τα κόλπα της δουλειάς την οποία, όπως θα δείτε στο βίντεο που ακολουθεί, την έκανε καλά. Στα playoffs του 1988 «τρώει» την προσποίηση του Scottie Pippen, αλλά ενώ βρίσκεται στον αέρα τον κλωτσάει στο πρόσωπο και τον σταματάει πριν φτάσει στο καλάθι των Pistons. Ο χρόνος λήγει, το παιχνίδι συνεχίζεται κανονικά, το Detroit κάνει επίθεση και κανείς δεν ασχολείται με τον Pippen που έχει παραμείνει ξαπλωμένος από τη ζάλη στην άλλη πλευρά του παρκέ.

Η προσθήκη του Adrian Dantley (small forward, 1.96 μέτρα), ο οποίος ήταν ένας από τους κορυφαίους σκόρερ της δεκαετίας του ’80 έχοντας κατά σειρά από το 1980 μέχρι το 1986 με την φανέλα των Utah Jazz 28, 30.7, 30.3, 30.7, 30.6, 26.6 και 29.8 πόντους ανά αγώνα, ήταν το τελευταίο κομμάτι που χρειάζονταν οι Pistons για να αμφισβητήσουν την κυριαρχία των Celtics στην Ανατολή. Ήταν ήδη έξι φορές All-Star (1980, 1981, 1982, 1984, 1985, 1986), πρώτος σκόρερ του NBA το 1981 και το 1984 και οι 21.5 πόντοι του ήταν πολύτιμοι για το Detroit.

Το 1987 λοιπόν οι Pistons χρειάστηκαν οκτώ παιχνίδια για να φτάσουν στους τελικούς της Ανατολής και δέχτηκαν πάνω από 100 πόντους μόνο σε δύο. Απέκλεισαν με 3-0 νίκες στον πρώτο γύρο των playoffs τους τότε Washington Bullets και με μπροστάρη τον Thomas (27 πόντοι, 7.8 ασίστ, 3.4 κλεψίματα) στον δεύτερο τους Atlanta Hawks με 4-1 κρατώντας τον Dominique Wilkins, που στην προηγούμενη φάση είχε μέσο όρο 32.5 πόντους, στους 22.2 με ποσοστό ευστοχίας 38.2%. Οι Celtics όμως ήταν και πάλι το κάτι άλλο. Με ένα χαλαρό triple-double από τον Bird (18 πόντοι, 16 ριμπάουντ, 11 ασίστ) τους κέρδισαν 104-91 στον πρώτο αγώνα και με ακόμα μία μεγάλη εμφάνιση του (31 πόντοι, 12 ασίστ, 9 ριμπάουντ) επικράτησαν 110-101 στον δεύτερο παρά τους 36 πόντους και τις 10 ασίστ του Thomas.

Στο 3ο παιχνίδι ήταν η ώρα των Pistons να δείξουν με τον δικό τους τρόπο πως η κατάληξη της σειράς δεν θα είναι η ίδια με την προ διετίας αναμέτρηση τους. Ο Laimbeer (18 πόντοι, 8 ριμπάουντ, 5 ασίστ) πίστευε πως αν «σπάσει» ο Bird οι Celtics θα καταρρεύσουν και τον χόρτασε ξύλο. Ακόμα και έτσι ο Bird στα 30 λεπτά που αγωνίστηκε είχε 17 πόντους, 11 ριμπάουντ και 6 ασίστ, οπότε ο «Πρίγκιπας του Σκότους» αποφάσισε να τον βγάλει μια και καλή από τη μέση. Στο ξεκίνημα της 4ης περιόδου η Βοστώνη είχε ρίξει την διαφορά των 21 πόντων στους 12 και ο Laimbeer αποφάσισε να κάνει ένα φάουλ στον Bird που έμοιαζε περισσότερο με χτύπημα από το WWE. Πεσμένοι στο παρκέ πλακώθηκαν στις μπουνιές και αποβλήθηκαν από το παιχνίδι το οποίο έληξε 122-104 υπέρ του Detroit.

Κι όμως ο Laimbeer είχε δίκιο. Στον επόμενο αγώνα οι Celtics έμοιαζαν ανήμποροι και ηττήθηκαν 145-119. Ο Bird έμεινε στους 16 πόντους και την ίδια στιγμή Dantley (32 πόντοι, 6 ασίστ), Thomas (22 πόντοι, 6 ασίστ) και Laimbeer (20 πόντοι, 13 ριμπάουντ) πιστοποιούσαν πως οι Pistons είναι έτοιμοι για την ανατροπή. Βέβαια η Βοστώνη δεν υπήρχε περίπτωση να κάτσει με σταυρωμένα τα χέρια. Στο δεύτερο δωδεκάλεπτο της 5ης αναμέτρησης ο Robert Parish δέχεται 1-2 αγκωνιές από τον Laimbeer και ξεσπάει. Με δυο «μπουκέτα» τον σωριάζει στο παρκέ και τον στέλνει αιμόφυρτο στον πάγκο. Το μόνο που νοιάζει τον Laimbeer, που δεν ανταπέδωσε, είναι αν αποβλήθηκε αφού αυτό ήθελε να πετύχει. Ο Parish συνέχισε να αγωνίζεται και τελικά τιμωρήθηκε με αποβολή από τον επόμενο αγώνα που ήταν και η πρώτη στην ιστορία των playoffs.

Με πέντε δευτερόλεπτα να απομένουν για τη λήξη οι Pistons ήταν μπροστά 107-106 και έβγαλαν την άμυνα κερδίζοντας το δικαίωμα να επαναφέρουν τη μπάλα από την πλάγια γραμμή για την τελευταία επίθεση. Ο Thomas κάνει ένα παιδαριώδες λάθος, ο Bird (36 πόντοι, 12 ριμπάουντ, 9 ασίστ) πετάγεται μπροστά από τον Laimbeer κλέβει τη μπάλα και πασάρει στον Dennis Johnson που σκοράρει και κερδίζει το παιχνίδι 108-107. Το Detroit ισοφάρισε 3-3 επικρατώντας 113-105 οδηγούμενο από τους Dantley (24 πόντοι), Johnson (24 πόντοι), Thomas (21 πόντοι, 9 ασίστ) και Mahorn (14 πόντοι, 18 ριμπάουντ), αλλά μετά από αυτή την εξέλιξη η Βοστώνη ήταν αυτή που είχε το πάνω χέρι. Χάρη σε 37 πόντους, 9 ριμπάουντ και 9 ασίστ από τον Bird κέρδισε 117-114 το 7ο παιχνίδι στο γήπεδο της και πέρασε στους τελικούς με 4-3.

Το ’88 οι Bullets απείλησαν σοβαρά τους Pistons στον πρώτο γύρο. Έχασαν μεν τα δύο πρώτα παιχνίδια της σειράς, αλλά πριν καταρρεύσουν στον 5ο και τελευταίο αγώνα, όπου ηττήθηκαν 99-78, ισοφάρισαν 2-2. Στον δεύτερο το Detroit μπήκε εξίσου χαλαρά και αφού κέρδισε τους Bulls 93-82 ηττήθηκε 105-95 και αναγκάστηκε να σοβαρευτεί. Ο Michael Jordan (36 πόντοι, 11 ριμπάουντ) μπορεί να ήταν ο MVP της κανονικής περιόδου, ο πρώτος σκόρερ του NBA με μέσο όρο 35 πόντους και ο κορυφαίος αμυντικός του πρωταθλήματος, όμως μπροστά στους «Bad Boys» αυτός και οι συμπαίκτες του έμοιαζαν με μικρά παιδιά.

Με 23 πόντους από τον Johnson και τον Jordan να μένει στους 24 με 8/20 σουτ οι Pistons πήραν τον 3ο αγώνα στο Chicago με 101-79. Στον 4ο ο Dantley έβαλε 24 πόντους και ο Thomas για δεύτερο συνεχόμενο παιχνίδι είχε 19 και 11 ασίστ. Ο Jordan κατάφερε να πετύχει 23 με 11/22 σουτ και έτσι οι Bulls έχασαν 96-77. Στην 5η αναμέτρηση αντιστάθηκαν περισσότερο. Ο «Air» είχε 25 πόντους με 10/22 σουτ, όμως οι Thomas (25 πόντοι, 9 ασίστ), Dantley (22 πόντοι, 7 ριμπάουντ), Laimbeer (19 πόντοι, 13 ριμπάουντ) και Dumars (18 πόντοι, 7 ασίστ) οδήγησαν το Detroit στη νίκη με 102-95 και στην πρόκριση με 4-1 νίκες. Από τους 45.2 πόντους (55.9% ποσοστό ευστοχίας) που είχε ο MJ στον πρώτο γύρο στα πέντε παιχνίδια με τους Cleveland Cavaliers οι Pistons στους τέσσερις αγώνες που κέρδισαν τον κατέβασαν στους 25.2 και τον ανάγκασαν να σουτάρει με 45.3%.

Την ίδια τύχη αναμενόταν να έχει και ο Bird. Μετά από μια εξαιρετική κανονική περίοδο με μέσο όρο 29.9 πόντους, 9.3 ριμπάουντ και 6.8 ασίστ στα playoffs είχε 27.1 πόντους, 7 ριμπάουντ και 7 ασίστ ανά αγώνα, αλλά απέναντι στους Pistons η επιθετική παραγωγικότητα του έπεσε στους 19.8 πόντους και το ποσοστό ευστοχίας του μειώθηκε από 50% σε 35.1%. Στον πρώτο αγώνα των τελικών της Ανατολής, όπως και στους υπόλοιπους βέβαια, ο Rodman του ήπιε το μεδούλι και κρατώντας τον στους 20 πόντους με 8/20 σουτ οι Pistons κέρδισαν μέσα στην Βοστώνη 104-96 με τον Thomas να έχει 35 πόντους και 12 ασίστ.

Στον δεύτερο ο Bird είχε 18 πόντους με 6/20 σουτ και έτσι οι Celtics χρειάστηκαν δύο παρατάσεις για να επικρατήσουν 119-115. Στο επόμενο παιχνίδι η στατιστική του κατέγραψε 18 πόντους με 6/17 σουτ και το Detroit κέρδισε 98-94 χάρη στους 29 πόντους του Dumars και τους 23 του Thomas. Το 4ο ήταν ένα από τα χειρότερα παιχνίδια που έχουν γίνει ποτέ στα playoffs και με τον Bird να έχει 20 πόντους με 7/15 σουτ οι Celtics επιβλήθηκαν 79-78 και ισοφάρισαν 2-2. Η καλύτερη του εμφάνιση στην σειρά όμως πήγε στράφι. Παρά τους 27 πόντους, τα 17 ριμπάουντ και τα 5 κλεψίματα του οι Pistons με 35 πόντους, 8 ριμπάουντ, 5 ασίστ και 4 κλεψίματα από τον Thomas κέρδισαν 102-96 στην παράταση. Στην 6η και τελευταία αναμέτρηση πέρασε τα πάνδεινα. Είχε 4/17 σουτ, έφτασε τους 16 πόντους με τα χίλια ζόρια και η ομάδα του αποκλείστηκε χάνοντας 95-90 δεχόμενη 24 πόντους από τον Johnson και 22 από τον Dantley.

Το ξύλο δεν έλειψε από την σειρά και έπεσε στην 4η περίοδο του έκτου αγώνα με τον Rodman να παίζει μπουνιές με τον Brad Lohaus και να αποβάλλεται.

Με το κοινό του Pontiac Silverdome (σ.σ. περίπου 40 χιλιάδες άτομα) να αδημονεί να μπει στο γήπεδο για να πανηγυρίσει την πρόκριση στους τελικούς οι βασικοί των Celtics, που εν τω μεταξύ είχαν πάει στον πάγκο οριστικά, αποχώρησαν από τον αγωνιστικό χώρο μερικά δευτερόλεπτα πριν τη λήξη για λόγους ασφαλείας. Ο Bird πήγε στα αποδυτήρια χωρίς συγχαρεί κανέναν παίκτη των Pistons όπως και οι περισσότεροι από τους συμπαίκτες του. Αντίθετα ο Dennis Johnson χαιρέτησε έναν έναν όσους βρίσκονταν στον πάγκο, ενώ ο Kevin McHale έδωσε έστω και με το ζόρι το χέρι του στον Isiah Thomas και αντάλλαξε και μια χειραψία με τον Vinnie Johnson.

Οι «Bad Boys» απαλλάχτηκαν επιτέλους από τον βραχνά των Celtics και ήταν έτοιμοι για μια νέα πρόκληση, καθώς η «ατσάλινη» άμυνα τους θα έπρεπε να δοκιμαστεί απέναντι στην καλύτερη επίθεση που έχει δει ποτέ το NBA. Το πρώτο δείγμα ήταν απολύτως θετικό. Οι Lakers προέρχονταν από δύο σειρές που έφτασαν μέχρι το 7ο παιχνίδι και ήταν εμφανώς κουρασμένοι στην πρεμιέρα των τελικών. Οι Pistons τους κατέβασαν από τους 108.4 πόντους που σκόραραν ανά αγώνα στα playoffs στους 93 και τους πήραν το πρώτο παιχνίδι μέσα στο Los Angeles. Με κορυφαίο τον Dantley που σημείωσε 34 πόντους και τον Thomas να ακολουθεί με 19 πόντους, 12 ασίστ και 4 κλεψίματα είχαν αποκτήσει διαφορά 17 πόντων (57-40) στο ημίχρονο και τελικά επικράτησαν 105-93.

Οι Lakers όμως ανέκτησαν άμεσα την φόρμα τους και κέρδισαν τα δύο επόμενα παιχνίδια με 108-94 και 99-86. Το Detroit ορθοπόδησε μέσω της άμυνας του και επέδειξε και τις επιθετικές αρετές του επικρατώντας στον τέταρτο αγώνα 111-86 με 27 πόντους από τον Dantley και 104-94 στον πέμπτο με άλλους 24 από τα χέρια του για να βρεθεί μπροστά 3-2. Με μία νίκη ακόμα θα κατακτούσε το πρωτάθλημα και έφτασε πολύ κοντά. Στο έκτο παιχνίδι οι Lakers ήταν μπροστά 56-48 στο ξεκίνημα της 3ης περιόδου και ο Thomas αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα στα χέρια του. Πέτυχε 14 συνεχόμενους πόντους και αφού μείωσε 70-64 γύρισε τον αστράγαλο του.

Με το που επιχείρησε να τρέξει σωριάστηκε στο παρκέ από τον πόνο και πήγε αναγκαστικά στον πάγκο. Κι όμως ενάμιση λεπτό αργότερα επέστρεψε και χωρίς να μπορεί να περπατήσει συνέχισε το ρεσιτάλ του κουτσαίνοντας. Ολοκλήρωσε το τρίτο δωδεκάλεπτο έχοντας σκοράρει 25 πόντους με 11/13 σουτ και έκανε ρεκόρ πόντων στην ιστορία των τελικών σε μία περίοδο. Οι Pistons πέρασαν μπροστά 81-79 και ενάμιση λεπτό πριν την ολοκλήρωση της αναμέτρησης είχαν το προβάδισμα (100-99) χάρη στο τελευταίο του καλάθι με το οποίο έφτασε τους 43 πόντους (είχε επίσης 8 ασίστ και 6 κλεψίματα). Παρά την ηρωική εμφάνιση του οι Lakers, που έχαναν και 102-99, μπόρεσαν να κερδίσουν 103-102 με δύο εύστοχες βολές από τον Kareem Abdul-Jabbar.

Στο έβδομο παιχνίδι ο Thomas είχε 10 πόντους και 7 ασίστ στο πρώτο ημίχρονο, αλλά στο δεύτερο αγωνίστηκε ελάχιστα από τους πόνους στον αστράγαλο του που δεν έλεγαν να τον αφήσουν. Έτσι στις αρχές της 4ης περιόδου οι Pistons έχαναν 90-75 και οι Lakers φαινόταν πως θα έφταναν πλέον άνετα στην κατάκτηση του δεύτερου συνεχόμενου τίτλου τους. Το Detroit έκανε την αντεπίθεση του και με τρίποντο από τον Laimbeer έφτασε στο -1 (106-105), αλλά ηττήθηκε 108-105 καθώς δεν είχε απάντηση για το εκπληκτικό triple-double του James Worthy (36 πόντοι, 16 ριμπάουντ, 10 ασίστ), ο οποίος ήταν και ο MVP της σειράς.

Το 1989 οι Pistons ήταν αποφασισμένοι να κυριαρχήσουν και το έκαναν. Με την άμυνα τους να προκαλεί πανικό σε όλο το NBA διένυσαν την μέχρι τότε καλύτερη σεζόν της ιστορίας τους και είχαν το κορυφαίο ρεκόρ του πρωταθλήματος με 63-19 κερδίζοντας τα 31 από τα τελευταία 37 παιχνίδια της κανονικής περιόδου. Στα μέσα της μάλιστα έκαναν και μια κίνηση ματ ανταλλάσσοντας τον Dantley με τον Mark Aguirre. Ο Dantley ήθελε πολύ την μπάλα στα χέρια του κάτι που δημιούργησε προβλήματα στην χημεία που είχε με τον Thomas και τον Dumars, που πλέον ήταν έτοιμος να αναλάβει περισσότερες επιθετικές πρωτοβουλίες και εφόσον δεν την είχε άρχισε να «κλωτσάει». Οι τσακωμοί με τους συμπαίκτες του από ένα σημείο και μετά ήταν καθημερινό φαινόμενο, οπότε πήρε τον δρόμο για το Dallas.

Αντίθετα ο Aguirre (small forward, 1.98 μέτρα) μετά από εφτάμιση χρόνια στους Mavericks, που τον είχαν επιλέξει στο νούμερο ένα στο draft του 1981, προκειμένου να πάρει το πρωτάθλημα ήταν διατεθειμένος να αποχωριστεί τον ρόλο του αρχισκόρερ (με τους Mavs είχε κατά σειρά 18.7, 24.4, 29.5, 25.7, 22.6, 25.7, 25.1 και 21.7 πόντους ανά αγώνα), το status του All-Star παίκτη (1984, 1987, 1988) και στην πορεία την θέση του στην βασική πεντάδα για χάρη του Rodman. Το Detroit άλλωστε δεν χρειαζόταν περισσότερους από τους 15.5 πόντους του και επιπλέον ήταν πιο σκληρός και καλύτερος αμυντικός από τον Dantley.

Στα playoffs οι Pistons έφτασαν αήττητοι στους τελικούς της Ανατολής. Στον πρώτο γύρο απέκλεισαν με 3-0 τους Celtics που χωρίς τον τραυματία Larry Bird (σ.σ. είχε παίξει μόνο σε έξι αγώνες εκείνη τη σεζόν) δεν είχαν καμία τύχη απέναντι τους. Με 25 πόντους και 9 ασίστ από τον Dumars, 19 πόντους από τον Aguirre, 17 πόντους και 12 ριμπάουντ από τον Laimbeer, 10 πόντους, 12 ριμπάουντ και 3 κοψίματα από τον Rodman και 15 πόντους, 7 ριμπάουντ και 6 τάπες από τον Salley πήραν το πρώτο παιχνίδι 101-91. Στο δεύτερο ο Thomas είχε 26 πόντους, 8 ασίστ, 2 κλεψίματα και 2 κοψίματα, ο Aguirre 21 πόντους και ο Johnson 18 και κέρδισαν 102-95. Όσο για το τρίτο ο Dumars σταμάτησε στους 24 και με τον Johnson να προσθέτει 25 και 5 ασίστ προκρίθηκαν με 100-85.

Στον δεύτερο γύρο οι Milwaukee Bucks προέβαλαν αντίσταση κατά διαστήματα, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι παραπάνω. Έχασαν τον πρώτο αγώνα 85-80 από 19 πόντους και 17 ριμπάουντ του Laimbeer, ηττήθηκαν 112-92 στον δεύτερο με τον Salley να έχει 23 πόντους, τον Johnson 21 και τον Rodman 11 και 13 ριμπάουντ, υπέκυψαν 110-90 στον τρίτο δεχόμενοι 26 πόντους από τον Thomas που είχε και 9 ασίστ και αποκλείστηκαν 4-0 χάνοντας 96-94 με τον Dumars να έχει 22 πόντους και 7 ασίστ, τον Thomas να κάνει triple-double (17 πόντοι, 10 ριμπάουντ, 13 ασίστ) και τον Laimbeer να προσθέτει 17 πόντους και 7 ριμπάουντ.

Οι μόνοι που μπορούσαν να αμφισβητήσουν την κυριαρχία τους στην Ανατολή ήταν οι Bulls λόγω του Jordan. Με 32 πόντους από τον «Air» επικράτησαν 94-88 στην πρώτη αναμέτρηση τους με τους «Bad Boys» για τους τελικούς της Ανατολής και παρότι έχασαν την δεύτερη 100-91, με τον Thomas να βάζει 33 πόντους και τον Dumars 20, δεν πτοήθηκαν. Με τον Jordan να έχει 46 πόντους με 16/26 σουτ, 7 ριμπάουντ, 5 ασίστ και 5 κλεψίματα και να σημειώνει το νικητήριο καλάθι, το Chicago κέρδισε 99-97 στον τρίτο αγώνα και πήρε προβάδισμα 2-1. Ύστερα από αυτό οι Pistons έβαλαν σε εφαρμογή τους φημισμένους «Jordan Rules», που περισσότερο είχαν σκοπό να δημιουργήσουν ντόρο και να αποσυντονίσουν τους Bulls, αφού ήταν πρώτο θέμα στις εφημερίδες και του άλλαξαν τα φώτα.

Στο τέταρτο παιχνίδι ο Jordan έβαλε 23 πόντους έχοντας 5/15 σουτ και το Detroit κέρδισε 86-80 χάρη σε 27 πόντους, 10 ριμπάουντ, 6 ασίστ και 3 κλεψίματα από τον Thomas. Στο 5ο πάλι έμεινε στους 18 και επιχείρησε μόλις οκτώ σουτ στα 46 λεπτά που αγωνίστηκε. Από την άλλη πλευρά ο Johnson σκόραρε 22 πόντους, ο Aguirre 19 και ο Thomas συνόδευσε τους 17 πόντους του με 12 ασίστ με αποτέλεσμα οι Pistons να επικρατήσουν 94-85. Στο έκτο και τελευταίο ο MJ μπόρεσε να φτάσει τους 32 με 13/26 σουτ και να μοιράσει και 13 ασίστ, αλλά οι 33 πόντοι του Thomas έδωσαν τη νίκη (103-94) και την πρόκριση με 4-2 στους Pistons.

Για μία ακόμα χρονιά το Detroit του είχε κόψει την φόρα, αφού προηγουμένως μετρούσε 37.5 πόντους με ποσοστό ευστοχίας 54.3% απέναντι σε Cavaliers και New York Knicks. Στις τέσσερις νίκες του τον κατέβασε στους 25 πόντους ανά αγώνα και τον ανάγκασε να σουτάρει με 44.9%. Γενικότερα οι Bulls δεν ήξεραν πως να αντιμετωπίσουν τα «βρώμικα» κόλπα των «Bad Boys» και το κακό γι’ αυτούς ήταν πως την επόμενη χρονιά η κατάσταση θα γινόταν ακόμα χειρότερη.

Στους τελικούς για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά οι Pistons βρήκαν τους Lakers απέναντι τους. Η παρέα του Magic Johnson είχε φτάσει έως εκεί χωρίς να χάσει ούτε ένα παιχνίδι στα playoffs της Δύσης, όμως πριν τον πρώτο αγώνα ο Byron Scott τέθηκε εκτός μάχης για όλη τη σειρά λόγω τραυματισμού. Μαζί με τον βασικό του shooting guard το LA έχασε τους 19.9 πόντους του και τον καλύτερο του αμυντικό. Εν τη απουσία του η περιφέρεια του Detroit έκανε πάρτι. Ο Thomas είχε 24 πόντους και 9 ασίστ, ο Dumars πρόσθεσε 22 πόντους και 7 ασίστ και ο Johnson συνεισέφερε 19 πόντους από τον πάγκο, με αποτέλεσμα η ομάδα τους να φτάσει να κερδίζει 97-79 και τελικά να επικρατήσει 109-97. Κατά τα άλλα ο Magic Johnson (17 πόντοι, 6/12 σουτ) και ο James Worthy (17 πόντοι, 6/18 σουτ) πέρασαν ένα άσχημο βράδυ απέναντι στην άμυνα των «Bad Boys».

Οι Lakers δεν ήταν διατεθειμένοι να φύγουν από το Auburn Hills Palace (σ.σ. το νεόκτιστο τότε γήπεδο των Pistons) χωρίς νίκη και βρήκαν λύσεις για να φέρουν την σειρά στο ίσα. Ο Michael Cooper, που αντικατέστησε τον Scott στην βασική τους πεντάδα, σκόραρε 19 πόντους με 4/8 τρίποντα και ο Magic (18 πόντοι, 9 ασίστ, 6 ριμπάουντ) έλεγχε το παιχνίδι μέχρι που τραυματίστηκε και αποχώρησε από την αναμέτρηση στα τέλη της 3ης περιόδου. Ο Dumars (33 πόντοι, 6 ασίστ) είχε κρατήσει όρθιο το Detroit στο πρώτο ημίχρονο με 24 πόντους και στο δεύτερο ήταν η σειρά του Thomas να αναλάβει δράση. Σε αυτό το διάστημα σημείωσε τους 19 από τους 21 πόντους του και με τον Johnson να προσθέτει άλλους 18 οι Pistons κέρδισαν 108-105.

Στον τρίτο αγώνα ο Magic ήθελε να παίξει ντε και καλά και βρέθηκε στο παρκέ για το τζάμπολ. Κατάφερε να μείνει για πέντε λεπτά στο παιχνίδι, όμως οι αφόρητοι πόνοι στο χτυπημένο του πόδι δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει. Οι Lakers δεν κατέρρευσαν και με πρωταγωνιστές τον Worthy (26 πόντοι), τον Cooper (15 πόντοι, 13 ασίστ) και τον 42χρονο Jabbar (24 πόντοι, 13 ριμπάουντ) διεκδίκησαν τη νίκη μέχρι το τέλος. Ο Dumars (31 πόντοι, 5 ασίστ) όμως ήταν και πάλι ασταμάτητος. Σκόραρε 17 συνεχόμενους πόντους στο τρίτο δωδεκάλεπτο (συνολικά σε αυτό το διάστημα είχε 21) και στο τέλος έκανε την διαφορά με την άμυνα του.

Με 13 δευτερόλεπτα να απομένουν για την λήξη και ενώ το σκορ ήταν 113-110, έκοψε τον rookie David Rivers που επιχείρησε να ισοφαρίσει με τρίποντο και το Detroit κέρδισε 114-110. Βέβαια για να γίνει το 3-0 χρειάστηκε επίσης ο Thomas να βάλει 26 πόντους και να δώσει 8 ασίστ, ο Johnson να πετύχει τους 13 από τους 17 πόντους του στην 4η περίοδο και ο Rodman να κατεβάσει 19 ριμπάουντ (σ.σ. είχε κάνει εξαιρετική δουλειά σε αυτόν τον τομέα και απέναντι στους Bulls με μέσο όρο 14.7 ριμπάουντ στις νίκες των Pistons) και να σημειώσει 12 πόντους.

Το 4-0 και η κατάκτηση του πρώτου πρωταθλήματος στην ιστορία των Pistons ήρθε με σκορ 105-97. Παρά τους 40 πόντους του Worthy οι Lakers, που δεν είχαν τον Magic στην διάθεση τους, δεν μπόρεσαν να ορθοποδήσουν και με 23 πόντους και 6 ασίστ από τον Dumars, που αναδείχτηκε MVP των τελικών, το Detroit έφτασε στη νίκη και απέδωσε φόρο τιμής στον Jabbar που αποσύρθηκε από την ενεργό δράση. Όταν ο Pat Riley τον κάλεσε στον πάγκο για τελευταία φορά όλοι οι παίκτες των Pistons συμμετείχαν στο απολαυστικό standing ovation που του χάρισαν οι φίλαθλοι των Lakers και τον αποθέωσαν με το χειροκρότημα τους.

Οι «Bad Boys» ήταν επιτέλους στην κορυφή και δεν είχαν σκοπό να την αποχωριστούν. Το 1990 ήταν ξανά η καλύτερη ομάδα της Ανατολής με ρεκόρ 59-23 και παρότι είχαν αφήσει ελεύθερο τον Mahorn διέθεταν την καλύτερη άμυνα του NBA, καθώς δέχονταν 98.3 πόντους ανά αγώνα. Την θέση του στην πεντάδα τους είχε πάρει ο James Edwards. Ο βετεράνος center (2.16 μέτρα) με το χαρακτηριστικό μεγάλο μουστάκι βρισκόταν στο ρόστερ τους από το 1988 αποτελώντας μια αξιόπιστη επιθετική λύση από τον πάγκο και όταν πήρε προαγωγή η αποδοτικότητα του στο σκοράρισμα μεγιστοποιήθηκε φτάνοντας τους 14.5 πόντους.

Πλέον οι Pistons έμοιαζαν ανίκητοι και ήταν τόσο δημοφιλείς που απέκτησαν και το δικό τους Rap τραγούδι. Ο τίτλος του ήταν «Pump It Up Pistons» και είχε τους εξής στίχους:

Do it Detroit, keep the crowd roarin’

From New York, Chicago to Portland

Pump it Pistons this jam for you

Show the world what the real Bad Boys can do

We swept the Lakers in four

Now we’re back to take the title once more

‘Cause we’re bad, not meaning bad but good

Hammer time so let’s make it understood

They wanna get beat, victory is sweet

The score don’t lie and the refs don’t cheat

We’re the Pistons, yeah we love comp

Bring on the best and watch ’em get stomped

By the World Champions, number one

In Detroit we get the job done

With a slam dunk, we’re playing to win

And after this year we’re gonna do it again

Jump ball, tip to Isiah

Superstar, up to par, all around player

Fake the pass, give it the dance

Fingerroll, count it for two

How does he do it? Only god knows

Vinnie Johnson, the Microwave Heats up the J, he’ll burn you for days

Laimbeer with a money back guarantee

A killer in the paint, hitman for three

The Spider, the glider, Salley on the slam

Stop him with the shot block, knock it to the next man

Dumars droppin’ the bomb Star Wars, a three-point alarm

Aguirre’s on fire, Rodman on D

Edwards in the center, throwing down for me

With a slam dunk, you know you can’t touch this

Back to back, you’re about to get dusted

Κατά την διάρκεια της κανονικής περιόδου προέκυψε ο μεγαλύτερος καβγάς που προκάλεσαν οι «Bad Boys» και οδήγησε σε μάχη βαρέων βαρών ανάμεσα στον Laimbeer και τον Charles Barkley. Στις 19 Απριλίου του 1990 οι Pistons υποδέχτηκαν τους Philadelphia 76ers στους οποίους αγωνιζόταν ο Mahorn και γνωρίζοντας πολύ καλά τα «κουμπιά» των πρώην συμπαικτών του έκανε τον Thomas αποβληθεί. Του έριξε μερικές «ψηλές» στα μουλωχτά και όταν εξαγριώθηκε τον είδε να τον χτυπάει στο πρόσωπο και δεν αντέδρασε καθόλου με αποτέλεσμα να φύγει οριστικά από το παιχνίδι, ενώ ο ίδιος παρέμεινε στο παρκέ.

Οι Sixers κέρδισαν 107-97 και στα τελευταία δευτερόλεπτα ο Mahorn κάρφωσε στα μούτρα του Rodman παίρνοντας και φάουλ. Του την… είπε και αυτό ήταν κάτι που δεν άρεσε καθόλου στον Laimbeer, ο οποίος έσπευσε να τον τραμπουκίσει. Ο Barkley περίμενε μια τέτοια ευκαιρία καιρό και μπήκε στη μέση για να υπερασπιστεί τον συμπαίκτη του. Έριξε μια μπουνιά στον Laimbeer και αμέσως μετά τα μπουνίδια μεταξύ τους έπεσαν βροχή με αποτέλεσμα να προκληθεί γενικότερη σύρραξη στο παρκέ.

Λίγες μέρες αργότερα ξεκινούσαν τα playoffs και πρώτος αντίπαλος των Pistons ήταν οι Indiana Pacers. Με 20 πόντους, 8 ριμπάουντ, 5 ασίστ και 2 κοψίματα από τον Thomas, 21 πόντους από τον Edwards και 20 πόντους και 11 ριμπάουντ από τον Salley, κέρδισαν τον πρώτο αγώνα 104-92. Οι 22 πόντοι, τα 11 ριμπάουντ, τα 2 κοψίματα και τα 2 κλεψίματα του Laimbeer και οι 19 πόντοι του Dumars αρκούσαν για να γίνει το 2-0 με σκορ 100-87. Η σειρά έκλεισε στο 3-0, αφού με 23 πόντους, 9 ασίστ και 4 κλεψίματα από τον Thomas, 12 πόντους και 19 ριμπάουντ από τον Laimbeer και 17 πόντους από τον Salley, το Detroit πέρασε στον δεύτερο γύρο επικρατώντας 108-96.

Οι Knicks δεν είχαν την παραμικρή τύχη απέναντι του. Ηττήθηκαν 112-77 στο πρώτο παιχνίδι και έχασαν 104-97 στο δεύτερο με τον Edwards να σκοράρει 32 πόντους και τον Thomas να έχει 23 πόντους, 12 ασίστ και 3 κλεψίματα. Η επικράτηση τους με 111-103 στον τρίτο αγώνα ήταν απλά μια αναλαμπή. Οι Pistons τους κέρδισαν 102-90 και 95-84 με 25 πόντους και 8 ριμπάουντ από τον Aguirre και πέρασαν με 4-1 στην επόμενη φάση. Ο Patrick Ewing προερχόταν από 31.6 πόντους και 11.4 ριμπάουντ απέναντι στους Celtics στον πρώτο γύρο, αλλά με εξαίρεση το τρίτο παιχνίδι (45 πόντοι, 13 ριμπάουντ, 6 ασίστ, 3 κοψίματα) δεινοπάθησε και είχε μέσο όρο 22.7 πόντους κόντρα στους «Bad Boys».

Οι Bulls βρέθηκαν ξανά στους τελικούς της Ανατολής και ήταν διατεθειμένοι να αντέξουν περισσότερο. Το NBA ήθελε ο Jordan να διαδεχτεί τον Bird και τον Magic στην κορυφή όσο πιο γρήγορα γινόταν και αυτό δεν άρεσε καθόλου στους Pistons, που τον περιποιήθηκαν καταλλήλως. Επικράτησαν 86-77 στον πρώτο αγώνα της σειράς χάρη στους 27 πόντους του Dumars και οι μόνοι παίκτες του Chicago που είχαν διψήφιο αριθμό πόντων ήταν ο «Air» (34 πόντοι, 12/27 σουτ, 7 ριμπάουντ, 5 ασίστ, 3 κλεψίματα) και ο Scottie Pippen (16 πόντοι). Στο 102-93 της δεύτερης αναμέτρησης κράτησαν τον MJ στους 20 πόντους με 5/16 σουτ και από πλευράς τους ο Dumars είχε 31 πόντους και ο Johnson 18 με 8 ριμπάουντ και 7 ασίστ.

Παρά το ξύλο που μάζευε ο Jordan στον τρίτο αγώνα έβαλε 47 πόντους με 17/32 σουτ και με συμπαραστάτη τον Pippen (29 πόντοι, 11 ριμπάουντ, 5 ασίστ, 2 κλεψίματα) λύγισαν Thomas (36 πόντοι, 8 ασίστ, 4 κλεψίματα) και Aguirre (22 πόντοι) οδηγώντας τους Bulls στη νίκη με 107-102. Το Detroit δεν μπόρεσε να τον ελέγξει ούτε στην επόμενη αναμέτρηση. Δέχτηκε 42 πόντους και τον είδε να έχει επίσης 9 ασίστ, 4 κλεψίματα και 3 κοψίματα και έτσι παρότι Thomas (26 πόντοι, 8 ριμπάουντ, 8 ασίστ, 4 κλεψίματα), Dumars (24 πόντοι, 5 ασίστ, 3 κλεψίματα) και Rodman (20 πόντοι, 20 ριμπάουντ) βρέθηκαν σε μεγάλη βραδιά έχασε 108-101.

Πλέον άλλη επιλογή εκτός από το να τον πετσοκόψουν δεν υπήρχε. Στο 5ο παιχνίδι το Detroit τον κράτησε στους 22 πόντους με 7/19 σουτ και επικράτησε 97-83 χάρη σε 20 πόντους από τον Dumars και 19 από τον Aguirre. Κι όμως οι Bulls δεν το έβαλαν κάτω και ισοφάρισαν ξανά κερδίζοντας 109-91. Ο Jordan μπορεί να άντεχε στις αντίξοες συνθήκες που δημιουργούσαν οι «Bad Boys», όμως οι συμπαίκτες του είχαν αρχίσει να «σπάνε». Από το πολύ ξύλο ο Pippen στον 7ο αγώνα δεν έβλεπε μπροστά του και οι τρομερές ημικρανίες που είχε τον ανάγκασαν να μείνει στους 2 πόντους με 1/10 σουτ. Ο Jordan μπορεί να έβαλε 31 με 13/27 σουτ, αλλά το Detroit με κορυφαίους τον Thomas (21 πόντοι, 8 ριμπάουντ, 11 ασίστ), τον Aguirre (15 πόντοι, 10 ριμπάουντ) και τον Salley (14 πόντοι, 5 κοψίματα) επιβλήθηκε 93-74 και προκρίθηκε με 4-3.

Προς έκπληξιν του στους τελικούς αντιμετώπισε τους Portland Trail Blazers και όχι τους Lakers, που παρότι είχαν το καλύτερο ρεκόρ (63-19) στην κανονική περίοδο είχαν αποκλειστεί στον δεύτερο γύρο των playoffs από τους Phoenix Suns. Στο εναρκτήριο παιχνίδι οι Pistons έχαναν 90-80 εφτά λεπτά πριν τη λήξη, όμως ο Thomas (33 πόντοι, 7 ριμπάουντ, 6 ασίστ) με 16 πόντους στην τελευταία περίοδο τους οδήγησε στη νίκη με 105-99 παρέα με τον Dumars (20 πόντοι) και τον Aguirre (18 πόντοι). Στο δεύτερο πάλι δεν τους έφτασαν ούτε οι 26 πόντοι του Edwards, ούτε οι 23 και οι 11 ασίστ του Thomas, ούτε καν η απίθανη εμφάνιση του Laimbeer. Μπορεί να έβαλε 26 πόντους (είχε και 11 ριμπάουντ), να ισοφάρισε το τότε ρεκόρ στην ιστορία των τελικών με 6/9 τρίποντα και να σημείωσε 19 πόντους στα τελευταία 17 λεπτά του αγώνα, αλλά η ομάδα του ηττήθηκε 106-105 στην παράταση.

Τα πράγματα κανονικά θα έπρεπε να δυσκολέψουν πολύ, αφού οι Pistons είχαν να κερδίσουν 17 χρόνια στο Portland, θα έπαιζαν στο 3ο παιχνίδι χωρίς τον τραυματία Rodman και ο Dumars ήξερε πως από στιγμή σε στιγμή ο πατέρας του μπορεί να «φύγει» από τη ζωή λόγω σοβαρού προβλήματος υγείας κάτι που συνέβη κατά την διάρκεια του αγώνα χωρίς να το μάθει (σ.σ. για αυτό το ενδεχόμενο είχε ζητήσει από την σύζυγο του να τον ενημερώσει μετά το παιχνίδι ώστε τα δυσάρεστα νέα να μην επηρεάσουν την υπόλοιπη ομάδα). Ακόμα και έτσι το Detroit κέρδισε 121-106 με 33 πόντους και 5 ασίστ από τον Dumars, 21 και 8 αντίστοιχα από τον Thomas και 21 πόντους από τον Johnson.

Αυτή η τριάδα «καθάρισε» και το επόμενο παιχνίδι. Ο Thomas (32 πόντοι, 5 ασίστ, 3 κλεψίματα) σκόραρε 22 πόντους στην 3η περίοδο, ο Dumars ολοκλήρωσε την αναμέτρηση με 26 και ο Johnson πρόσθεσε 20 από τον πάγκο ώστε το Detroit να επικρατήσει 112-109. Απέχοντας μία νίκη από τον δεύτερο σερί τίτλο τους οι «Bad Boys» ήθελαν να τελειώσουν την σειρά στο Portland. Παρόλα αυτά ξεκίνησαν τον 5ο αγώνα με 0/11 σουτ και με δύο λεπτά να απομένουν για την λήξη του ήταν πίσω στο σκορ 90-83. Ο Thomas (29 πόντοι) φαινόταν να είναι ο μόνος που το πάλευε μέχρι που «ζεστάθηκε» ο Johnson (16 πόντους). Με εφτά πόντους από τον «Microwave» οι Pistons έτρεξαν ένα σερί 9-0 και χάρη σε δικό του εύστοχο σουτ 0.7 δευτερόλεπτα πριν την ολοκλήρωση της αναμέτρησης κέρδισαν 92-90 και στέφτηκαν εκ νέου πρωταθλητές.

Αυτό ήταν το αποκορύφωμα των κατορθωμάτων τους. Με τον Thomas να χάνει σχεδόν την μισή σεζόν λόγω τραυματισμού και να είναι ντεφορμέ στα playoffs η υπεράσπιση του τίτλου τους δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Το 1991 λοιπόν οι Pistons είχαν μεν 50-32 στην κανονική περίοδο, όμως κατόρθωσαν να φτάσουν ξανά έως τους τελικούς της Ανατολής. Χρειάστηκαν πέντε παιχνίδια για να αποκλείσουν 3-2 τους Hawks στον πρώτο γύρο και στον δεύτερο έδωσαν μία ακόμα μάχη με τους Celtics και τον Larry Bird. Κέρδισαν μέσα στην Βοστώνη 86-75, έχασαν 10-103 και όταν στο τρίτο παιχνίδι γνώρισαν συντριβή 115-83 στην έδρα τους έμοιαζαν ξεγραμμένοι.

Για πολλοστή φορά όμως ανταποκρίθηκαν στην πρόκληση. Με 34 πόντους από τον Aguirre, 24 πόντους, 7 ριμπάουντ και 8 ασίστ από τον Dumars, 18 πόντους από τον Edwards και 18 ριμπάουντ από τον Rodman επικράτησαν χωρίς τον Thomas 104-97. Ο ηγέτης τους επέστρεψε στην επόμενη αναμέτρηση, αλλά μπόρεσε να αγωνιστεί μόλις 15 λεπτά και έμεινε στο μηδέν. Έτσι ο Dumars σταμάτησε στους 32 πόντους και έδωσε 8 ασίστ, ο Laimbeer με τον Johnson είχαν από 24 πόντους και με άλλους 18 από τον Aguirre οι Pistons κέρδισαν 116-111. Ο Thomas δεν ήταν σε θέση να ξεκινήσει στην βασική πεντάδα, όμως ερχόμενος από τον πάγκο είχε 17 πόντους και 6 ασίστ στο έκτο παιχνίδι. Ο Dumars έφτασε τους 32 και έδωσε 10 ασίστ, ο Laimbeer είχε 15 πόντους και 14 ριμπάουντ και με τον Edwards να συνεισφέρει ακόμα 17, το Detroit προκρίθηκε με 4-2 επικρατώντας 117-113 στην παράταση.

Στην 3η συνεχόμενη συνάντηση τους με τους Bulls στους τελικούς της Ανατολής είναι ξεκάθαρο πως δεν είναι το φαβορί. Χρησιμοποιούν όλα τα κόλπα και τα τεχνάσμα τους, αλλά ο Jordan και η παρέα του δεν «μασάνε» πια και τους «σκουπίζουν» 4-0. Χάνουν 94-83 το πρώτο παιχνίδι παρότι ο Aguirre είχε 25 πόντους και ο Johnson 21, αφού ο Thomas με τον Dumars έβαλαν και οι δύο μαζί 20 πόντους (11 και 9 αντίστοιχα), υποκύπτουν 105-97 στο δεύτερο με τον Dumars να πετυχαίνει 24 πόντους, τον Johnson 29 και τον Thomas να μένει στους 10, γνωρίζουν ήττα 113-107 στην έδρα τους αν και ο Thomas έβαλε 29 πόντους και ο Johnson 25 και στον 4ο αγώνα καταρρέουν ολοσχερώς. Χάνουν 115-94 και ως σκληροί τύποι γεμάτοι περηφάνια δεν θέλουν να ρίξουν τα μούτρα τους και να συγχαρούν τους νικητές, οπότε σηκώνονται και φεύγουν πριν τελειώσει το παιχνίδι.

Έτσι είχαν μάθει βλέπετε. Γαλουχήθηκαν στα 80’s όπου για να περάσεις από την Ανατολή έπρεπε να είσαι πιο σκληρός από τους σκληρούς Celtics που δεν ήταν και τα καλύτερα παιδιά. Όπως είπε πρόσφατα ο Larry Bird δεν έδωσε ποτέ το χέρι του και δεν συνεχάρη κανέναν παίκτη των Lakers μετά από ήττα της ομάδας του. Αυτή βλέπετε ήταν η μεγαλύτερη κόντρα όλων των εποχών στο NBA και εκείνη την εποχή δεν χωρούσαν ευγένειες σε τέτοια θέματα. Η ένταση βρισκόταν στα ύψη και μια «σπίθα» ήταν αρκετή για να ανάψουν τα αίματα. Οι Celtics δεν δίστασαν να παίξουν στην δύναμη τους πιο ντελικάτους Lakers και να χρησιμοποιήσουν σκληρά μαρκαρίσματα και «βρόμικα» κόλπα για να ανακόψουν τον ξέφρενο ρυθμό τους και να τους επιβληθούν, ενώ παλιότερα είχαν πλακωθεί αμέτρητες φορές (ειδικά ο Bird) με τους Sixers που ήταν οι μόνοι ανταγωνιστές τους στην Ανατολή. Οι Lakers φυσικά δεν δίσταζαν να απαντήσουν με τον ίδιο τρόπο προκειμένου να πάρουν αυτοί το πρωτάθλημα.

Οι «Bad Boys» λοιπόν μπορεί πολλές φορές να έπαιζαν αντιαθλητικά ή να έδερναν τους αντιπάλους τους για ψύλλου πήδημα, αλλά ήταν μία ομάδα που δεν κώλωνε πουθενά. Για να κάνουν όλα αυτά που πέτυχαν χρειάζονταν κότσια που όσο και αν ψάξετε στην ιστορία του NBA δεν θα βρείτε καμία άλλη ομάδα να τα διαθέτει.