Πίσω από κάθε επιτυχία της Ιταλίας κρύβονται πάντα οι σπουδαίοι αμυντικοί της και το Euro 2020 δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Ο Giorgio Chiellini και ο Leonardo Bonucci ήταν οι ηγέτες της Squadra Azzurra και μετά την κατάκτηση του τίτλου παίρνουν δικαιωματικά την θέση τους ανάμεσα στους μυθικούς προκατόχους τους.
Με εξαίρεση το 2018 που ο Bonucci αγωνίστηκε για μία σεζόν στην Milan παίζουν δίπλα δίπλα στο κέντρο της άμυνας της Juventus και της εθνικής Ιταλίας εδώ και μια δεκαετία. Συνέδεσαν τα ονόματα τους με την απόλυτη κυριαρχία των Bianconeri εντός συνόρων και την κατάκτηση εννιά συνεχόμενων πρωταθλημάτων (2012, 2013, 2014, 2015, 2016, 2017, 2018, 2019, 2020), αλλά τους έλειπε μία διάκριση με τα χρώματα της πατρίδας τους. Ήταν παρόντες στον χαμένο τελικό του Euro 2012 (ήττα 4-0 από την Ισπανία), στον αποκλεισμό στην φάση των ομίλων στο World Cup του 2014, σε αυτόν από την Γερμανία στα πέναλτι στα προημιτελικά του Euro 2016, βίωσαν τον εξευτελισμό μένοντας εκτός World Cup το 2018, αλλά συνέχισαν.
Πάνω στην συνεργασία τους και την τεράστια εμπειρία που κουβαλάνε ο Roberto Mancini «έχτισε» τη νέα Ιταλία που οραματιζόταν και δεν έπαψε να τους εμπιστεύεται απόλυτα ούτε για μια στιγμή. Ο Chiellini σε ένα μήνα θα γίνει 37 ετών και τα τελευταία δύο χρόνια έπαιξε ελάχιστα στην Juventus λόγω τραυματισμών, όμως δεν υπήρχε περίπτωση να του πάρει το περιβραχιόνιο του αρχηγού ή να τον αφήσει στον πάγκο. Ο Bonucci στα 34 του προερχόταν κι αυτός από προβληματική σεζόν, αλλά η παρουσία τους εξακολουθεί να αποτελεί εγγύηση. Ακόμα και όταν ο Chiellini τραυματίστηκε στην αναμέτρηση με την Ελβετία και έχασε τα δύο επόμενα παιχνίδια επέστρεψε από τον προημιτελικό με το Βέλγιο και μετά για να αποδείξουν πως είναι το κορυφαίο αμυντικό δίδυμο της διοργάνωσης.
Ενέπνεαν σιγουριά στους συμπαίκτες τους, έκοβαν αρχοντικά τους αντιπάλους τους και ήθελαν τόσο πολύ να κερδίσουν σε κάθε αγώνα που απειλούσαν και επιθετικά. Οι στημένες φάσεις τους έφερναν στην άλλη πλευρά του γηπέδου και είδαν να τους ακυρώνεται από ένα γκολ μέχρι που ο Bonucci πέτυχε αυτό της ισοφάρισης στον τελικό με την Αγγλία. Ως ηγέτες και αρχηγοί της Ιταλίας (ο Bonucci είναι δεύτερος στην ιεραρχία και όσο έλειψε ο Chiellini ήταν αυτός που φορούσε το περιβραχιόνιο) πήραν μαζί το τρόπαιο της πρωταθλήτριας Ευρώπης για να το πάνε στην εξέδρα όπου βρίσκονταν οι συμπατριώτες τους που είχαν ταξιδέψει στο Λονδίνο για να πανηγυρίσουν μαζί το δεύτερο Euro της Squadra Azzurra και πρώτο μετά το 1968 από όπου ξεκινάει το «γενεαλογικό δέντρο» της μεγαλύτερης αμυντικής σχολής στην ιστορία του ποδοσφαίρου.
Η κατάκτηση αυτού του τίτλου είχε σηματοδοτήσει την επιστροφή της Ιταλίας στο προσκήνιο, καθώς μετά τα δύο συνεχόμενα World Cup το 1934 και το 1938 δεν είχε πάρει τίποτα άλλο. Με την Milan (1963, 1969) και την Inter (1964, 1965) να κατακτούν από δύο φορές το Champions League (ή το Κύπελλο Πρωταθλητριών εάν προτιμάτε) την δεκαετία του ’60 οι βάσεις για μια διεθνή διάκριση των Ιταλών είχαν τεθεί και εφόσον διοργάνωσαν την τελική φάση του Euro το 1968 στέφτηκαν πρωταθλητές Ευρώπης για πρώτη φορά στην ιστορία τους. Εκ των μεγάλων πρωταγωνιστών του θριάμβου τους η αμυντική τριπλέτα της Inter που απαρτιζόταν από τους Giacinto Facchetti (αριστερός μπακ), Tarcisio Burgnich (δεξιός μπακ) και Aristide Guarneri (κεντρικός αμυντικός) που εκείνη τη χρονιά είχε αφήσει τους Nerazzurri για την Bologna, ο Sandro Salvadore (κεντρικός αμυντικός) της Juventus και ο Roberto Rosato (κεντρικός αμυντικός) της Milan.
Οι πέντε τους σχημάτισαν ένα απροσπέλαστο «τείχος» μπροστά από τον μεγαλύτερο Ιταλό τερματοφύλακα όλων των εποχών, Dino Zoff, βοηθώντας τον να κρατήσει το μηδέν τόσο απέναντι στην Σοβιετική Ένωση στον ημιτελικό όσο και στον δεύτερο τελικό με την Γιουγκοσλαβία (με τους τότε κανονισμούς σε περίπτωση ισοπαλίας ο τελικός επαναλαμβανόταν). Ο Facchetti ως αρχηγός επέλεξε σωστά στο κορόνα ή γράμματα μετά το 0-0 σε κανονική διάρκεια και παράταση απέναντι στους Σοβιετικούς στέλνοντας την Ιταλία στον τελικό (εκείνη την εποχή δεν είχε θεσπιστεί ακόμα η διαδικασία των πέναλτι και η πρόκριση αποφασιζόταν από το στρίψιμο του νομίσματος) και μετά το 1-1 και το 2-0 με τους Γιουγκοσλάβους σήκωσε πρώτος το τρόπαιο στο Olimpico της Ρώμης.
Το όνομα του είναι συνυφασμένο με την Inter η οποία προς τιμήν του έχει αποσύρει το νούμερο «3», καθώς αποτέλεσε έναν από τους πιο σημαντικούς παίκτες που έχουν φορέσει ποτέ την φανέλα της. Ο Burgnich μεταξύ άλλων έμεινε στην ιστορία ως ο παίκτης που ανέλαβε προσωπικά το μαρκάρισμα του Pele στον τελικό του World Cup του 1970, ο Guarneri ως ο μοναδικός Ιταλός που έχει σκοράρει απέναντι στον θρυλικό Lev Yashin και επειδή δεν πήρε ποτέ κόκκινη κάρτα κατά την διάρκεια της καριέρας του, ο Salvadore θεωρείται ένας εκ των κορυφαίων Ιταλών λίμπερο και ο Rosato ένας από τους πληρέστερους αμυντικούς που έχει αναδείξει το ιταλικό ποδόσφαιρο αφού διακρινόταν και για τα τεχνικά του χαρακτηριστικά. Ο Rosato μαζί με τον Facchetti, τον Burgnich και τον Salvadore συνέβαλαν ακόμα ώστε η Ιταλία να φτάσει μέχρι τον τελικό του World Cup δύο χρόνια μετά (ηττήθηκε 4-1 από την Βραζιλία) και ο ίδιος αναδείχτηκε κορυφαίος αμυντικός της διοργάνωσης.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 έκανε την εμφάνιση της μία γενιά αμυντικών που αναμενόταν να συνθέσει ίσως την πιο ισχυρή άμυνα που έχει υπάρξει ποτέ σε επίπεδο εθνικών ομάδων. Η Ιταλία έμεινε εκτός Euro το 1972 και το 1976, καταποντίστηκε στο World Cup το 1974 και άρχισε να παίρνει πάλι τα πάνω της μετά από αυτό του 1978. Σε αυτή τη διοργάνωση ο υπόλοιπος ποδοσφαιρικός πλανήτης γνώρισε τους Gaetano Scirea (κεντρικός αμυντικός), Antonio Cabrini (αριστερός μπακ) και Claudio Gentile (κεντρικός αμυντικός που αγωνιζόταν και ως δεξιός μπακ). Στην Ιταλία ήταν ήδη γνωστοί γιατί είχαν πάρει με την Juventus τα τρία από τα τέσσερα τελευταία πρωταθλήματα (1975, 1977, 1978), καθώς και το UEFA Cup το 1977 και συνέχισαν τα επόμενα χρόνια προσθέτοντας ένα Champions League (1985), ένα Κύπελλο Κυπελλούχων (1984), ένα UEFA Super Cup (1984), ένα Intercontinental Cup (1985) και άλλα τέσσερα πρωταθλήματα (1981, 1982, 1984, 1986).
Στο Euro του 1980 προστέθηκε στην παρέα τους ο Fulvio Collovati (κεντρικός αμυντικός) της Milan και το τελευταίο κομμάτι του παζλ για την κατάκτηση του World Cup το 1982 ήταν ο τότε 18χρονος Giuseppe Bergomi (δεξιός μπακ) της Inter. Ο Scirea είναι ο πιο ντελικάτος Ιταλός αμυντικός που έχει υπάρξει. Αγωνιζόταν ως λίμπερο και συμμετείχε σε μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξη του παιχνιδιού από τα μετόπισθεν, ενώ σε αντίθεση με τους περισσότερους συμπατριώτες του χρησιμοποιούσε την κλάση του για να ανακόψει τους αντιπάλους του και όχι την δύναμη του. Δεν αντίκρισε ούτε μία κόκκινή κάρτα κατά κατά την διάρκεια της καριέρας του και καθιερώθηκε ως ηγέτης τόσο στην Juventus όσο και στην εθνική Ιταλίας «κληρονομώντας» το περιβραχιόνιο του αρχηγού και στις δύο περιπτώσεις από τον Zoff.
Ο Cabrini ήταν ένας πλάγιος μπακ πολύ μπροστά από την εποχή του. Αναδείχτηκε καλύτερος νεαρός παίκτης στο World Cup του 1978 και ξεχώριζε εκτός από τις αμυντικές και για τις επιθετικές αρετές του. Διέθετε ταχύτητα ανάλογη των σημερινών ακραίων αμυντικών, πατούσε συχνά στην αντίπαλη περιοχή και είχε την ικανότητα τόσο να δημιουργήσει όσο και να εκτελέσει. Σκόραρε συχνά από μακρινή απόσταση και απειλούσε και με απευθείας κτυπήματα φάουλ. Ο Gentile πάλι αποτελεί έναν από τους πιο σκληρούς αμυντικούς όλων των εποχών. Τα σκληρά μαρκαρίσματα ήταν το σήμα κατατεθέν του και στη νίκη της Ιταλίας επί της Αργεντινής με 2-1 στο World Cup του 1982 έκανε 23 φάουλ στον Diego Maradona δηλώνοντας ευθαρσώς μετά το παιχνίδι πως το ποδόσφαιρο δεν είναι για μπαλαρίνες.
Collovati και Bergomi έπαιξαν μαζί στην Inter μετά το World Cup. Προηγουμένως ο πρώτος ήταν ο διάδοχος του Rosato στην άμυνα της Milan από την οποία δεν έφυγε όταν υποβιβάστηκε το 1980 λόγω ενός στοιχηματικού σκανδάλου και την βοήθησε να επιστρέψει άμεσα στην Serie A. Όπως ο προκάτοχος του ξεχώριζε και αυτός για την καλή του τεχνική κατάρτιση και την ευχέρεια με την οποία μεταβίβαζε τη μπάλα. «Ο θείος» όπως είναι το παρατσούκλι του Bergomi έγινε ένας από τους νεαρότερους παίκτες που έχουν φορέσει ποτέ την φανέλα της Ιταλίας γιατί ήταν ατρόμητος. Στο World Cup του 1982 έμοιαζε με το μικρό αδερφάκι του Gentile, αφού δεν δίστασε να ρίξει και αυτός πολλές κλωτσιές. Πέρασε επίσης στην ιστορία ως ένας από τους πιο σκληρούς αμυντικούς που έχουν υπάρξει, αγωνίστηκε μια ζωή στην Inter και έγινε «σημαία» της όπως ο Facchetti και εξελίχτηκε σε «πολυεργαλείο» περνώντας από όλες τις θέσεις της άμυνας όποτε χρειαζόταν.
Ο επόμενος ηγέτης της ιταλικής άμυνας ήταν μέλος αυτής της ομάδας. Ο Franco Baresi κατά πολλούς αποτελεί τον κορυφαίο Ιταλό αμυντικό όλων των εποχών, αλλά ο τότε προπονητής της Squadra Azzurra, Enzo Bearzot, λέγεται πως τον έβλεπε περισσότερο ως αμυντικό χαφ. Δεν τον χρησιμοποίησε ούτε σε έναν αγώνα όπως έκανε και στο Euro του 1980, ενώ στο World Cup του 1986 δεν τον συμπεριέλαβε καν στην αποστολή. Μετά την αποχώρηση του Scirea από την ενεργό δράση με τον οποίο έπαιζαν στην ίδια θέση και την ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας της Ιταλίας από τον Azeglio Vicini τίποτα δεν μπορούσε πια να τον κρατήσει μακριά από την εθνική. Κατακτώντας το Champions League δύο συνεχόμενες χρονιές (1989, 1990) με την Milan, στην οποία αγωνίστηκε σε όλη του την καριέρα, είχε γίνει πλέον ο κορυφαίος αμυντικός στην Ευρώπη και αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο στα μετόπισθεν των Ιταλών στα World Cup του 1990 και του 1994.
Μαζί του το ’90 ο Bergomi ως αρχηγός και ο διάδοχος του στην αρχηγία της Milan και της Ιταλίας Paolo Maldini που προτού μετακομίσει στο κέντρο της άμυνας αγωνιζόταν ως αριστερός μπακ. Με αυτούς τους τρεις η Ιταλία δεν δέχτηκε ούτε γκολ στην φάση των ομίλων και για να παραβιαστεί η εστία της για πρώτη φορά έπρεπε να φτάσει μέχρι τα ημιτελικά όπου μετά το 1-1 του κανονικού αγώνα και της παράτασης αποκλείστηκε από την Αργεντινή στα πέναλτι. Το ’94 ο Baresi ως αρχηγός κατεύθυνε ατόφια την άμυνα της Milan που εκείνη τη χρονιά είχε δεχτεί μόλις 15 γκολ στο Campionato και εκτός από το πρωτάθλημα είχε πάρει και το Champions League. Στα αριστερά ο Maldini, στα δεξιά ο Mauro Tassotti που έχασε όμως την θέση του βασικού και δίπλα του στο κέντρο της άμυνας ο Alessandro Costacurta.
Ένας τραυματισμός τον έβγαλε εκτός μάχης και οι Ιταλοί πέρασαν με τα χίλια ζόρια τον όμιλο, όμως από την στιγμή που στην συνέχεια της διοργάνωσης βρήκαν τον δρόμο τους πρόλαβε να επιστρέψει εγκαίρως για τον τελικό. Παρά την απουσία του Costacurta, που στον ημιτελικό με την Βουλγαρία είχε συμπληρώσει κίτρινες κάρτες, έπαιξε με παρτενέρ τον Maldini και εξουδετέρωσε τον Romario με αποτέλεσμα να μην υπάρξει γκολ και η αναμέτρηση να οδηγηθεί στα πέναλτι όπου η Βραζιλία επικράτησε της Ιταλίας. Δύο χρόνια μετά κρέμασε τα παπούτσια του (η Milan απέσυρε προς τιμήν του το νούμερο «6») και πέρασε στην ιστορία ως ένας αμυντικός που είχε τον απόλυτο έλεγχο. Κατεύθυνε μαεστρικά τους συμπαίκτες του, ήταν πάντα καίριος στις επεμβάσεις του και ως λίμπερο έφτιαχνε και παιχνίδι από τα μετόπισθεν καθώς ήταν εξαιρετικός με την μπάλα στα πόδια.
Οι Ιταλοί έφτασαν ξανά κοντά σε έναν τίτλο στο Euro του 2000. Με αρχηγό τον Maldini και κεντρικό αμυντικό δίδυμο τους Fabio Cannavaro (Parma) και Alessandro Nesta (Lazio) που είχαν εξελιχτεί σε δύο από τους κορυφαίους αμυντικούς στον κόσμο. Με το ασταμάτητο τρέξιμο του Gianluca Zambrotta (Juventus) στο δεξί άκρο της άμυνας και τον Francesco Toldo (Fiorentina) σε τρομερή κατάσταση κάτω από τα δοκάρια η Ιταλία δεν δέχτηκε ούτε γκολ στα νοκ άουτ παιχνίδια και κράτησε το μηδέν στον τελικό για 94 λεπτά κόντρα στην Γαλλία. Οι εν δυνάμει τότε παγκόσμιοι πρωταθλητές όμως ισοφάρισαν στο τέταρτο λεπτό των καθυστερήσεων για να στείλουν το παιχνίδι στην παράταση και να κερδίσουν 2-1.
Οι δύο ομάδες συναντήθηκαν ξανά στον τελικό του World Cup του 2006. Ο Maldini είχε αποσυρθεί από την εθνική και παρότι εξακολουθούσε να παίζει για την Milan αρνήθηκε την πρόσκληση να επιστρέψει οπότε το περιβραχιόνιο του αρχηγού πέρασε στον Cannavaro (Juventus). Ο Zambrotta ήταν εκεί όπως και ο Nesta (Milan) που όμως στο τελευταίο παιχνίδι της φάσης των ομίλων τραυματίστηκε και έχασε το υπόλοιπο τουρνουά. Παρόλα αυτά ο Cannavaro έπαιξε και γι’ αυτόν, η Ιταλία κατέκτησε τον τίτλο στα πέναλτι απέναντι στους Γάλλους και μερικούς μήνες αργότερα ο αρχηγός της έγινε ο πρώτος και μοναδικός έως σήμερα αμυντικός που έχει κερδίσει την Χρυσή Μπάλα.
Chiellini και Bonucci λοιπόν μετά τα κατορθώματα τους στο Euro μπορούν πλέον να θεωρούνται επάξιοι συνεχιστές όλων αυτών και να αποτελούν εξέχοντα μέλη της κορυφαίας αμυντικής σχολής που μοιάζει να είναι αστείρευτη.
Αφήστε μια απάντηση