Το να φοράς το νούμερο «9» στην Chelsea θέλει κουράγιο και θάρρος. Όχι επειδή οι προηγούμενοι κάτοχοι αυτής της φανέλας έγραψαν ιστορία την οποία θα πρέπει να συνεχίσεις, αλλά γιατί πέρασαν από το Stamford Bridge και δεν ακούμπησαν.

Ο 21χρονος Άγγλος επιθετικός, Tammy Abraham (επέστρεψε στην Chelsea ύστερα από συνεχόμενους δανεισμούς σε Bristol, Swansea και Aston Villa), είναι ο 15ος παίκτης της Chelsea που θα έχει το νούμερο «9» στην πλάτη του από τότε που καθιερώθηκε η Premier League και μαζί ο κανονισμός που θέλει τις φανέλες να αναγράφουν τα ονόματα και τους αριθμούς των παικτών. Από τους 14 προκατόχους του μόνο ένας (Hasselbaink) δικαίωσε απόλυτα τις προσδοκίες με τις εμφανίσεις του και ένας ακόμα (Vialli) έμεινε στην ιστορία συνδυάζοντας την παραμονή του στο Λονδίνο με την κατάκτηση τίτλων. Όλοι οι υπόλοιποι, ξέχασαν μονομιάς την άριστη σχέση που διατηρούσαν με τα αντίπαλα δίχτυα.

Ο πρώτος που φόρεσε το «9» στην Chelsea ήταν ο Tony Cascarino. Ο Ιρλανδός επιθετικός έδωσε το «παρών» μόλις σε εννιά αγώνες το 1993 σκοράροντας δύο φορές, ενώ το 1994 συμμετείχε σε 20 παιχνίδια πετυχαίνοντας τέσσερα γκολ. Οι «μπλε» τερμάτισαν 11οι και 14οι αντίστοιχα τις δύο πρώτες χρονιές της Premier League και έτσι δεν ανανέωσαν το συμβόλαιο του.

Ακολούθησε ο Mark Stein. Όσο φορούσε το «21» ο επιθετικός από τη Νότια Αφρική τα πήγαινε περίφημα. Το 1993 είχε βοηθήσει την Stoke City να πάρει το πρωτάθλημα στην League One και να προβιβαστεί στην Championship σημειώνοντας 26 τέρματα, ενώ τα δύο γκολ που έβαλε στην Manchester United (σ.σ. έχασε το πρώτο παιχνίδι 2-1, αλλά κέρδισε το δεύτερο 2-0 και προκρίθηκε) για το League Cup τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς σε συνδυασμό με τα οκτώ που είχε προλάβει να πετύχει στην Championship, έκαναν την Chelsea να προχωρήσει στην απόκτηση του.

Το ξεκίνημα του ήταν τόσο καλό που έκανε ρεκόρ σκοράροντας σε εφτά συνεχόμενες αναμετρήσεις για το πρωτάθλημα, επίδοση την οποία ξεπέρασε το 2002 ο Ruud van Nistelrooy με την φανέλα της United. Ο Stein λοιπόν το 1994 σημείωσε 13 τέρματα σε 18 εμφανίσεις στην Premier League (πρώτος σκόρερ της Chelsea) και την επόμενη χρονιά άλλαξε νούμερο παίρνοντας το «9» μετά την αποχώρηση του Cascarino για την Γαλλία και την Marseille. Η αποτελεσματικότητα του όμως δεν ήταν η ίδια. Σε 24 συμμετοχές στο πρωτάθλημα το 1995 παραβίασε την αντίπαλη εστία οκτώ φορές και έτσι την επόμενη χρονιά, μετά από οκτώ παιχνίδια χωρίς γκολ, επέστρεψε στην Stoke και στην Championship ως δανεικός.

Ο επόμενος κάτοχος της φανέλας με το «9» ήταν ο Gianluca Vialli. Ο Ιταλός κατέφθασε στο Λονδίνο ως πρωταθλητής Ευρώπης με την Juventus το 1996 για να κλείσει την καριέρα του στην Chelsea και κατέληξε να γίνει προπονητής της. Μέχρι να μετακομίσει από το γρασίδι στον πάγκο βρισκόταν σε μόνιμη διαμάχη με τον προπονητή του, Ruud Gullit, κάτι που του είχε κοστίσει την θέση του στην βασική ενδεκάδα. Παρόλα αυτά το 1997 ήταν ο πρώτος σκόρερ της Chelsea με εννιά γκολ σε 28 εμφανίσεις στην Premier League βοηθώντας την να ανέβει στην 6η θέση του βαθμολογικού πίνακα (σ.σ. ήταν 11η τις δύο προηγούμενες χρονιές).

Ο Gianluca Vialli κατά την επίσημη παρουσίαση του από την Chelsea με τον τότε προπονητή της Ruud Gullit

Επίσης συνέβαλε στην κατάκτηση του FA Cup για πρώτη φορά μετά το 1970 (σ.σ. το πρώτο Κύπελλο της Chelsea) και ας μην είχε μεγάλη συμμετοχή. Στον τέταρτο γύρο της διοργάνωσης οι «μπλε» έχαναν 2-0 στο ημίχρονο από την Liverpool στο Anfield, όμως επικράτησαν 4-2 με τον Vialli να πετυχαίνει τα δύο γκολ που τους έδωσαν την πρόκριση και από εκεί και πέρα δεν βρέθηκαν ξανά σε δύσκολη θέση.

Τον Φεβρουάριο του 1998 διαδέχτηκε τον Gullit ως παίκτης-προπονητής (σ.σ. ήταν ο πρώτος Ιταλός προπονητής στην ιστορία της Premier League) και οδήγησε την Chelsea στην μέχρι τότε πιο επιτυχημένη σεζόν της ιστορίας της. Σημείωσε 11 τέρματα σε 21 παιχνίδια στο πρωτάθλημα και ήταν μαζί με τον Νορβηγό, Tore Andre Flo, ο πρώτος σκόρερ των «μπλε» που τερμάτισαν τέταρτοι στην βαθμολογία, συνέβαλε με έξι γκολ στην κατάκτηση του UEFA Cup Winners’ Cup (σ.σ. στα 33 του τότε ήταν ο νεαρότερος τεχνικός που είχε κατακτήσει ποτέ ευρωπαϊκό τίτλο) και φρόντισε ώστε να πάρουν και το League Cup για πρώτη φορά μετά το 1965.

Vialli και Dennis Wise (ο τότε αρχηγός της Chelsea) πανηγυρίζουν την κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων το 1998

Ακολούθησε η κατάκτηση του UEFA Super Cup και έτσι την τελευταία του σεζόν ήταν περισσότερο προπονητής παρά παίκτης. Το 1999 ο Vialli χρησιμοποίησε τον εαυτό του μόνο σε εννιά αγώνες στην Premier League (η Chelsea τερμάτισε στην 3η θέση και βγήκε για πρώτη φορά στην ιστορία της στο Champions League) και σκόραρε μία φορά, ενώ συνολικά σε όλες τις διοργανώσεις έκανε 20 εμφανίσεις και έβαλε 10 γκολ.

Ο Ιταλός συνέχισε στην Chelsea ως προπονητής και κληροδότησε την φανέλα με το «9» στον Chris Sutton. Ο Άγγλος επιθετικός καθ’ όλη την διάρκεια της καριέρας του υπήρξε αξιόπιστος σκόρερ, αλλά στο Stamford Bridge έπαθε «αφλογιστία». Το 1994 είχε σκοράρει 25 φορές στην Premier League με την φανέλα της Norwich, το 1995 είχε βοηθήσει την Blackburn να κατακτήσει το πρωτάθλημα σημειώνοντας 15 γκολ και το 1998 είχε σταματήσει στα 18 (σ.σ. μοιράστηκε το βραβείο του πρώτου σκόρερ με τον Michael Owen της Liverpool και τον Dion Dublin της Coventry), με αποτέλεσμα μετά τον υποβιβασμό των Rovers το 1999 η Chelsea να τον αγοράσει έναντι 15 εκατομμυρίων ευρώ κάνοντας την μέχρι τότε ακριβότερη μεταγραφή της ιστορίας της.

Στη μία και μοναδική σεζόν που φόρεσε την φανέλα της έβαλε μόλις ένα γκολ στην Premier League σε 28 εμφανίσεις, σκόραρε μία φορά στο FA Cup και άλλη μία στα προκριματικά του Champions League. Η Chelsea το 2000 κατέκτησε το Κύπελλο στην Αγγλία και έφτασε μέχρι τα προημιτελικά στην Ευρώπη, αλλά στο πρωτάθλημα τερμάτισε 5η και έτσι αναζήτησε κάτι καλύτερο για την επίθεση της. Ο Sutton παραχωρήθηκε στην Celtic έναντι 9.5 εκατομμυρίων ευρώ και στην Σκωτία σταδιακά ξαναβρήκε τον εαυτό του.

Ο Vialli συστήνει τον Chris Sutton στους φιλάθλους της Chelsea

Το κάτι καλύτερο βρέθηκε στο πρόσωπο του Jimmy Floyd Hasselbaink. Ο Ολλανδός αποτελεί τον πιο επιτυχημένο από πλευράς σκοραρίσματος κάτοχο της κατά τα άλλα καταραμένης φανέλας με το νούμερο «9», αφού με το που πάτησε το πόδι του στο Λονδίνο άρχισε να τρομοκρατεί τις αντίπαλες άμυνες. Μετά από δύο καλές σεζόν και 34 γκολ με την Leeds στην Premier League είχε μετακομίσει στην Ισπανία για χάρη της Atletico Madrid, η οποία παρά τα 24 τέρματα του είχε υποβιβαστεί το 2000.

Η Chelsea εκμεταλλεύτηκε την συγκυρία και τον έφερε πίσω στην Αγγλία ισοφαρίζοντας το ρεκόρ της ακριβότερης μεταγραφής που είχε γίνει ποτέ στην Premier League, καθώς 22.5 εκατομμύρια ευρώ για την απόκτηση ενός παίκτη έως τότε είχε δώσει μόνο η Newcastle στην Blackburn για να πάρει τον Alan Shearer πριν τέσσερα χρόνια. Με το πρώτο του γκολ ο Hasselbaink οδήγησε τους «μπλε» (κέρδισαν 2-0 την Manchester United) στην κατάκτηση του Community Shield και συνέχισε ακάθεκτος για αναδειχτεί το 2001 για δεύτερη φορά πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος (με 18 γκολ το 1999 είχε μοιραστεί το βραβείο με τον Owen και τον Dwight York της United) με 23 τέρματα.

Στα 23 σταμάτησε και το 2002, όμως στην πορεία η παραγωγικότητα του μειώθηκε αισθητά. Το 2003 σημείωσε μόνο 11 τέρματα στο πρωτάθλημα, αλλά το 2004 στην τελευταία του χρονιά στην ομάδα βοήθησε την Chelsea να τερματίσει δεύτερη στην βαθμολογία και ήταν ο πρώτος σκόρερ της με 13 γκολ. Ο ίδιος συνέχισε να σκοράρει με τους ίδιους ρυθμούς για μια διετία με την Middlesbrough, αλλά ο αντικαταστάτης του στην Chelsea δεν δικαίωσε τις προσδοκίες.

Ο Mateja Kezman αποκτήθηκε από την Chelsea ως ο πιο «καυτός» επιθετικός των ευρωπαϊκών γηπέδων και μάλιστα σε τιμή ευκαιρίας. Η PSV τον είχε αγοράσει από την Partizan έναντι 14 εκατομμυρίων ευρώ το καλοκαίρι του 2000 για να αντικαταστήσει τον van Nistelrooy που θα πήγαινε στην Manchester United και χτύπησε «φλέβα χρυσού». Ο Σέρβος επιθετικός ήταν τόσο καλός που δεν μπορούσε να τον αποχωριστεί με τίποτα και έτσι αναγκάστηκε να τον παραχωρήσει για μόλις 7.5 εκατομμύρια ευρώ προκειμένου να μην τον χάσει χωρίς να πάρει δεκάρα όταν θα έμενε ελεύθερος.

Στα τέσσερα χρόνια που έμεινε στην Ολλανδία οδήγησε την Eindhoven στην κατάκτηση του πρωταθλήματος το 2001 και το 2003, ενώ ήταν ο πρώτος σκόρερ της Eredivisie το 2001 (24 γκολ), το 2003 (35 γκολ) και το 2004 (31 γκολ). Στην Premier League εξακολουθούσε να παίζει με το «9» στην πλάτη, όμως παραβίασε την αντίπαλη εστία μόνο τέσσερις φορές σε 25 αγώνες. Οπότε εφόσον η Chelsea δεν χρειάστηκε την βοήθεια του για να κατακτήσει το πρωτάθλημα και το League Cup το 2005, τον πούλησε στην Atletico Madrid έναντι εννιά εκατομμυρίων ευρώ με την καριέρα του να παίρνει από εκεί και πέρα οριστικά την κάτω βόλτα.

Ο Mateja Kezman πανηγυρίζει ένα από τα ελάχιστα γκολ του με την φανέλα της Chelsea

Μετά το πρώτο όχι και τόσο καλό πέρασμα του από την Chelsea το 2004 ο Hernan Crespo πήγε για μία χρονιά δανεικός στη Milan και επέστρεψε στο Stamford Bridge για μία από τα ίδια. Με το «21» στην πλάτη είχε σκοράρει 10 φορές σε 19 εμφανίσεις στην Premier League και δεν είχε δικαιολογήσει σε καμία περίπτωση τα 26 εκατομμύρια ευρώ που είχε κοστίσει η απόκτηση του από την Inter. Το 2006 επέλεξε το «9» και πέτυχε 10 γκολ σε 30 αγώνες συμβάλλοντας στην υπεράσπιση του τίτλου για να πάρει αμέσως μετά μια και καλή τον δρόμο της επιστροφής για το Μιλάνο και την Inter, αφού οι καλές του μέρες σε Parma και Lazio είχαν περάσει ανεπιστρεπτί.

Ο διάδοχος του Αργεντινού ήταν αμυντικός. Αφού οι επιθετικοί δεν είδαν προκοπή με το «9» το πήρε ο Khalid Boulahrouz, όμως ούτε σε αυτόν έφερε τύχη. Ο Ολλανδός αποκτήθηκε από το Αμβούργο έναντι 13.2 εκατομμυρίων ευρώ και έπαιξε στην Chelsea μόλις για μία χρονιά κάνοντας μόνο 13 εμφανίσεις στην Premier League το 2007.

Ο Jose Mourinho παρουσιάζει τον Khalid Boulahrouz, που έκανε την διαφορά και παρότι αμυντικός διάλεξε την φανέλα με το νούμερο «9»

Μετά την άμυνα το «9» πέρασε και από το κέντρο της Chelsea. Ύστερα από τον δανεισμό του Boulahrouz στην Sevilla το πήρε ο Steve Sidwell, ο οποίος επίσης δεν μακροημέρευσε στο Stamford Bridge. Ο Άγγλος μέσος έκανε 15 εμφανίσεις στην Premier League το 2008 και αμέσως μετά παραχωρήθηκε στην Aston Villa για 6.3 εκατομμύρια ευρώ.

Ούτε ο Steve Sidwell στέριωσε στην Chelsea φορώντας το «9»

Οι βετεράνοι την είχαν πάρει πρέφα τη δουλειά με το «9» και έτσι το 2009 κατέληξε στον τότε 19χρονο Franco Di Santo. Ο Αργεντινός επιθετικός είχε έρθει από την Audax Italiano της Χιλής για μόλις 4.5 εκατομμύρια ευρώ, έπαιξε σε οκτώ παιχνίδια στην Premier League χωρίς να σκοράρει και έτσι την επόμενη χρονιά παραχωρήθηκε δανεικός στην Blackburn για να πουληθεί στην συνέχεια στην Wigan για τα μισά λεφτά.

Ως καινούργιος στην ομάδα και πιτσιρικάς ο Franco Di Santo είχε πάρει το ανεπιθύμητο νούμερο «9»

Η παραχώρηση του Di Santo άφησε την φανέλα με το «9» χωρίς κάτοχο για ενάμιση χρόνο. Ο Fernando Torres θεωρητικά ήταν ο ιδανικός για να την φορέσει, αλλά «χτυπήθηκε» και αυτός από την κατάρα της και μάλιστα περισσότερο από κάθε άλλον. Η απόκτηση του από την Liverpool τον Ιανουάριο του 2011 έναντι 58.5 εκατομμυρίων ευρώ συνιστούσε τότε την ακριβότερη μεταγραφή που έχει κάνει ποτέ ομάδα της Premier League, όμως εξελίχτηκε σε τεράστιο φιάσκο.

Ο Ισπανός συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους κορυφαίους επιθετικούς στον κόσμο, αλλά χρειάστηκε 10 αγώνες για να σημειώσει το ένα και μοναδικό του γκολ στην Premier League με την Chelsea εκείνη τη σεζόν. Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε ιδιαίτερα στην συνέχεια, καθώς την επόμενη τριετία σκόραρε συνολικά 19 φορές στο πρωτάθλημα σε 96 εμφανίσεις. Με την καριέρα του πλέον να έχει καταστραφεί εντελώς πήγε ως δανεικός στη Milan το 2015 και στο Stamford Bridge τουλάχιστον θα τον θυμούνται για το γκολ του στον νικηφόρο τελικό του Europa League με την Benfica το 2013 και γι’ αυτό με το οποίο είχε σφραγίσει την πρόκριση της Chelsea στον τελικό του Champions League μέσα στην έδρα της Barcelona το 2012.

Φυσικά την χρονιά που έφυγε ο Torres κανένας παίκτης της Chelsea δεν ήθελε να φορέσει τη φανέλα με το «9». Έτσι λοιπόν την πήρε το 2016 ο Radamel Falcao. Ο Κολομβιανός την προηγούμενη σεζόν δεν τα είχε καταφέρει στην Manchester United (4 γκολ σε 26 εμφανίσεις) και ήθελε να δοκιμάσει την τύχη του και στην Chelsea. Η Monaco τον έδωσε πάλι με την μορφή δανεισμού και θα εισέπραττε 50 εκατομμύρια ευρώ σε περίπτωση αγοράς του, όμως μετά από μόλις 10 παιχνίδια και ένα γκολ στην Premier League με τους «μπλε» γύρισε στο Πριγκιπάτο όπου παραμένει μέχρι σήμερα.

Σε αντίθεση με τον διάδοχο του ο Falcao ήταν ένα ασφαλές ρίσκο πάντως. O Antonio Conte επέμενε να αποκτηθεί ο Alvaro Morata τον οποίο είχε παίκτη στην Juventus και τελικά η Chelsea του έκανε το χατήρι αγοράζοντας τον από την Real Madrid για 65.5 εκατομμύρια ευρώ. Ο Ισπανός τότε αποτελούσε την ακριβότερη μεταγραφή στην ιστορία της και επέλεξε να αγωνιστεί το 2018 φορώντας το «9» που είχε μείνει κενό. Σημείωσε 11 τέρματα σε 31 παιχνίδια στην Premier League και την περασμένη σεζόν αποφάσισε να πάρει το «29».

Αν και το έκανε για να του φέρει γούρι και να βάλει περισσότερα γκολ συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Δεν μπορούσε με τίποτα να στείλει τη μπάλα στα δίχτυα και μετά από πέντε τέρματα σε 16 αγώνες στο πρωτάθλημα παραχωρήθηκε δανεικός στην Atletico Madrid, η οποία προχώρησε τελικά στην αγορά του έναντι 56 εκατομμυρίων ευρώ. Στην πατρίδα του τα πήγε κάπως καλύτερα, καθώς έκλεισε τη σεζόν με έξι γκολ σε 15 αναμετρήσεις για την La Liga.

Ο Gonzalo Higuain πάλι αποκτήθηκε για να καλύψει το κενό του Morata. Παρότι είχε σκοράρει έξι φορές σε 15 παρουσίες στην Serie A, η Milan ακύρωσε τον δανεισμό του από την Juventus και έτσι κατέληξε δανεικός για το υπόλοιπο της σεζόν στην Chelsea. Έβαλε πέντε γκολ σε 14 εμφανίσεις στην Premier League και επέστρεψε στους πρωταθλητές Ιταλίας, που αυτή την περίοδο διαπραγματεύονται την πώληση του στη Roma.

Όσο για τον Abraham, προέρχεται από μία εντυπωσιακή χρόνια. Βοήθησε την Aston Villa να επιστρέψει στην Premier League σημειώνοντας 25 γκολ στην Championship και έχοντας όπως λέει την απόλυτη στήριξη του νέου προπονητή της Chelsea, Frank Lampard, είναι έτοιμος να ηγηθεί της επίθεσης της φορώντας το «9». Ο Θεός μαζί του…