Κατά το παρελθόν η έλλειψη πληροφόρησης και κυρίως εικόνας πολλές φορές οδηγούσε σε υπερβολικά συμπεράσματα για τα κατορθώματα των αθλητών, που άλλοτε είχαν βάση και άλλοτε όχι. Κάποιοι μύθοι όμως, όπως αυτός που λέει ότι ο Oscar Schmidt είναι ο κορυφαίος σκόρερ στην ιστορία του μπάσκετ, ισχύουν απόλυτα.
Στα 29 χρόνια που διήρκεσε η καριέρα του ο 62χρονος σήμερα Βραζιλιάνος σημείωσε 49.737 πόντους (σ.σ. σε αυτό τον αριθμό συμπεριλαμβάνονται και οι πόντοι που πέτυχε με την εθνική του ομάδα) και άφησε το στίγμα του από όπου και αν πέρασε αποκτώντας το προσωνύμιο «Mao Santa» («Άγιο Χέρι»). Πολλοί λένε και όχι άδικα πως είναι ο μεγαλύτερος παίκτης που δεν έπαιξε ποτέ στο NBA. Οι Nets τον είχαν επιλέξει στο draft του 1984 και για χρόνια του ζητούσαν επίμονα να φορέσει την φανέλα τους, αλλά εισέπρατταν συνεχώς αρνητική απάντηση.
Ο Schmidt ήθελε πάντα να είναι πρωταγωνιστής και όπως είχε πει δεν θα ανεχόταν να παίζει 10 λεπτά ανά αγώνα τονίζοντας επίσης πως στο NBA αν δεν είσαι σταρ δεν σε σέβονται, κάτι που ίσχυε απόλυτα εκείνη την περίοδο ειδικά για τους μη Αμερικανούς. Πάνω απ’ όλα βέβαια δεν μπορούσε να διανοηθεί πως δεν θα αγωνίζεται στην εθνική Βραζιλίας, αφού τότε οι επαγγελματίες παίκτες (σ.σ. πλην του NBA τα υπόλοιπα πρωταθλήματα ανά τον κόσμο δεν είχαν γίνει ακόμα επαγγελματικά) απαγορευόταν να συμμετέχουν στις διεθνείς διοργανώσεις της FIBA. Όταν ο κανονισμός άλλαξε το 1992 ήταν ήδη 34 ετών, οπότε η καριέρα του ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε στα γήπεδα της πατρίδας του με ενδιάμεσους σταθμούς την Ιταλία και την Ισπανία.
Λίγο πριν συμπληρώσει τα 17 του άρχισε να παίζει για την Palmeiras την οποία άφησε το 1978 για την Sirio. Στα τέσσερα χρόνια που φόρεσε την φανέλα της έβαλε 2.033 πόντους σε 82 συμμετοχές (24.8 ανά αγώνα) και την βοήθησε να πάρει το πρωτάθλημα στην Βραζιλία το 1977. Στη νέα του ομάδα οι επιδόσεις του στο σκοράρισμα βελτιώθηκαν και οι επιτυχίες πολλαπλασιάστηκαν. Κατά την επόμενη τετραετία ο Schmidt πήρε μέρος σε 146 αγώνες και πέτυχε 4.351 πόντους (29.8 ανά αγώνα) οδηγώντας το 1979 την Sirio τόσο στην κατάκτηση του τίτλου εντός συνόρων, όσο και σε αυτήν του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Λατινικής Αμερικής.
Το καλοκαίρι του 1982 αποφάσισε να έρθει στην Ευρώπη για να παίξει στην Α2 της Ιταλίας. Η Caserta δεν είχε συμμετάσχει ποτέ στην Serie A, αλλά με τον Schmidt να σκοράρει 32.9 πόντους ανά αγώνα (συνολικά είχε 988) το 1983 ανέβηκε στην πρώτη κατηγορία. Το επίπεδο ανταγωνισμού μπορεί να άλλαξε, όμως οι δικές του συνήθειες παρέμειναν ίδιες. Το 1984 ήταν ο πρώτος σκόρερ του Ιταλικού Πρωταθλήματος με μέσο όρο 28 πόντους (955 στο σύνολο) και αυτή ήταν απλά η αρχή. Με το τρίποντο να μπαίνει στην ζωή των ευρωπαϊκών ομάδων το 1985 ο Βραζιλιάνος διεύρυνε το επιθετικό ρεπερτόριο του και δημιούργησε ακόμα περισσότερα προβλήματα στους αντιπάλους του.
Με ύψος 2.05 μέτρα και αγωνιζόμενος ως small forward ο Schmidt αποδείχτηκε πως ήταν ένας παίκτης που βρισκόταν πολύ μπροστά από την εποχή του. Την ώρα που οι προπονητές σκέφτονταν πως να αξιοποιήσουν τα νέα δεδομένα και συνιστούσαν στους παίκτες τους μακρινά σουτ με ρέγουλα, αυτός «άνοιξε πυρ» πίσω από τα 6.25 μέτρα, όπου είχε τοποθετηθεί αρχικά η γραμμή του τριπόντου, και έγινε άμεσα εξπέρ «βομβαρδίζοντας» ανελέητα τα ιταλικά καλάθια. Με ποσοστό ευστοχίας 50.3% (96/191 τρίποντα) έφτασε να σκοράρει 30 πόντους ανά αγώνα (συνολικά είχε 1.140) και ήταν πάλι ο πρώτος σκόρερ της Serie A.
Έτσι η Caserta βρέθηκε στα ημιτελικά των playoffs και στην συνέχεια έγινε διεκδικήτρια του τίτλου. Μάλιστα πρωταγωνίστησε και στο Korac Cup το οποίο έχασε το 1986 από την Roma. Στο πρωτάθλημα ο Schmidt ήταν για 3η συνεχόμενη χρονιά ο πρώτος σκόρερ ανεβαίνοντας στους 1.226 πόντους (30.6 ανά αγώνα), είχε 163/348 τρίποντα (46.8%) και την οδήγησε στους τελικούς, όπου ηττήθηκε με 2-1 νίκες από την Simac Milano (η σημερινή Armani). Την επόμενη χρονιά, αν και σκόραρε 45 πόντους στο πρώτο παιχνίδι και 41 στο δεύτερο, η ομάδα του αποκλείστηκε στα ημιτελικά του Korac από την Barcelona που ήταν η νικήτρια της διοργάνωσης και στην Serie A έφτασε ξανά στους τελικούς.
Παρότι ο Βραζιλιάνος ήταν ξανά ο κορυφαίος σκόρερ της σεζόν στην Ιταλία με μέσο όρο 33.7 πόντους (1.316 στο σύνολο) και ποσοστό ευστοχίας 46.1% στα τρίποντα (155/336), η Caserta δεν τα έβγαλε πέρα ούτε αυτή τη φορά με την Milano, που είχε αλλάξει χορηγό (λεγόταν πλέον Tracer) και προερχόμενη από την κατάκτηση της EuroLeague είχε επικρατήσει 3-0 (σ.σ. από το 1987 μέχρι το 2007 η σειρά των τελικών κρινόταν στις τρεις νίκες). Τελικά ο πρώτος της τίτλος ήρθε το 1988 και ήταν το Coppa Italia. Φυσικά η νίκη της με 113-100 επί της Varese στον τελικό του κυπέλλου είχε την «υπογραφή» του Schmidt που είχε σταματήσει στους 31 πόντους.
Στο πρωτάθλημα έχασε τον τίτλο του πρώτου σκόρερ από τον αειθαλή Drazen Dalipagic (ένας από τους μεγαλύτερους παίκτες που έχει βγάλει ποτέ το γιουγκοσλαβικό μπάσκετ) με τον οποίο έδωσε μια τρομερή μάχη κατά την διάρκεια της σεζόν. Ο γεννημένος στην Βοσνία 36χρονος τότε shooting guard, πέρασε στην Ιταλία τα τελευταία χρόνια της σπουδαίας καριέρας του και του έδινε και καταλάβαινε. Φορώντας την φανέλα της Venezia είχε μέσο όρο 37.6 πόντους και κέρδισε στο «νήμα» τον Schmidt που είχε 37.3 (1.190 στο σύνολο) σουτάροντας με 46.7% στα τρίποντα (163/349).
Κατά την διάρκεια της χρονιάς οι Ιταλοί είδαν τον Dalipagic να ξεπερνάει τους 50 πόντους σε τρία παιχνίδια, με κορυφαία εμφάνιση του τους 57 με 7/10 τρίποντα στη νίκη της ομάδας του με 101-95 επί της Scavolini για την 7η αγωνιστική και άλλες 12 τους 40. Μάλιστα έκανε και ένα τρομερό σερί βάζοντας κατά σειρά από την 23η μέχρι την 27η αγωνιστική 52 πόντους στην Livorno, 43 στην Brescia, 45 στη Napoli, άλλους τόσους στην Varese και 46 στην Virtus Bologna (τότε γνωστή ως Dietor Bologna). Από την άλλη ο Schmidt έκανε απίθανο ξεκίνημα με 42 πόντους (7/13 τρίποντα) στην 2η αγωνιστική στην πρώτη μεταξύ τους αναμέτρηση (η Venezia έχασε 119-111 από την Caserta παρά τους 35 πόντους του Dalipagic), 40 (7/14 τρίποντα) στην 3η κόντρα στην Tracer, 54 (10/14 τρίποντα) στην 4η απέναντι στην Cantu και 52 (10/16 τρίποντα) στην 5η με αντίπαλο την Brescia.
Το αποτέλεσμα ήταν η ομάδα του να ξεκινήσει το πρωτάθλημα με εννιά συνεχόμενες νίκες και να ολοκληρώσει τον πρώτο γύρο με μόνο δύο ήττες σε 15 αγώνες. Ο Βραζιλιάνος ήταν ασταμάτητος και έβαλε συνολικά πέντε «50άρες» φορτώνοντας ακόμα το καλάθι της Benetton Trevizo με 52 πόντους (9/15 τρίποντα), αυτό της Scavolini Pesaro με 50 (6/12 τρίποντα) και στην καλύτερη του εμφάνιση σκόραρε 56 πόντους (7/11 τρίποντα) ώστε η Caserta να κερδίσει πάλι την Venezia του Dalipagic (32 πόντοι) 124-109. Οι οκτώ «40άρες» του και οι άλλες μεγάλες βραδιές του όμως δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν τον αποκλεισμό από την μετέπειτα πρωταθλήτρια Scavolini στον πρώτο γύρο των playoffs.
Το 1989 ο Dalipagic (35.3 πόντοι ανά αγώνα) μετακόμισε στην Verona και η μάχη συνεχίστηκε. Αυτή τη φορά ο Schmidt επικράτησε έχοντας μέσο όρο 36.6 πόντους (1.283 στο σύνολο) και σούταρε με 43.8% στα τρίποντα (142/344). Οι «50άρες» μειώθηκαν στις δύο με 52 πόντους (5/6 τρίποντα) στην Venezia και 55 (6/13 τρίποντα) στην Fabriano, ενώ οι «40άρες» έγιναν εφτά. Ανάμεσα στους και οι 43 πόντοι (6/10 τρίποντα) που έδωσαν στην Caserta την πρόκριση στα ημιτελικά των playoffs, όπου αποκλείστηκε με 2-1 από την Virtus Bologna (είχε γίνει Knorr λόγω χορηγού εν τω μεταξύ) η οποία της στέρησε και το κύπελλο κερδίζοντας την 96-93 στον τελικό (σ.σ. την είχε κερδίσει και το 1984 με 80-78) παρά τους 41 πόντους του Βραζιλιάνου.
Η χρονιά όμως σημαδεύτηκε από την επική μονομαχία του Schmidt με τον Drazen Petrovic στον τελικό του τότε Κυπέλλου Κυπελλούχων με τον αείμνηστο Κροάτη να οδηγεί την Real Madrid στην κατάκτηση του τίτλου. Παρά τους 44 πόντους (6/11 τρίποντα) του Βραζιλιάνου η Caserta είχε ηττηθεί 117-113 στην παράταση, καθώς είχε δεχτεί 62 πόντους (8/16 τρίποντα) από τον Petrovic. Η επόμενη σεζόν ήταν η τελευταία του με την φανέλα της. Με 33.1 πόντους ανά αγώνα (συνολικά 1.045) ήταν ο πρώτος σκόρερ της Serie A και το 1990, ενώ είχε 45.3% στα τρίποντα (125/276). Κορυφαίες παραστάσεις του αυτές απέναντι στην Fortitudo Bologna (γνωστή τότε ως Arimo) με 52 πόντους (10/17 τρίποντα) και κόντρα στην Milano (είχε γίνει πια Philips) με 54 (8/16 τρίποντα). Μάλιστα τις πέρασε και ένα… δεύτερο χέρι βάζοντας στην πρώτη 44 πόντους (8/14 τρίποντα) και στην δεύτερη 49 (4/7 τρίποντα).
Για ακόμα μία φορά η Caserta έφτασε στα ημιτελικά των playoffs, αλλά αποκλείστηκε 2-1 από την Scavolini που συνέχισε την πορεία της παίρνοντας το πρωτάθλημα. Στην τελευταία του εμφάνιση με τα χρώματα της o Βραζιλιάνος έβαλε 37 πόντους (6/8 τρίποντα), όμως δεν μπόρεσε να αποτρέψει την ήττα με 107-102. Παρέμεινε μεν στην Ιταλία, αλλά αποφάσισε να επιστρέψει στην Α2 και η τύχη τα έφερε έτσι ώστε το 1991 όταν ο ίδιος ανέβαζε την Pavia στην Serie A η Caserta να φτάνει επιτέλους στην κορυφή κατακτώντας το πρώτο και μοναδικό πρωτάθλημα της απέναντι στην Philips Milano.
Φυσικά στην δεύτερη κατηγορία ο Schmidt έμοιαζε με εξωγήινο. Πέτυχε 1.760 πόντους έχοντας 44 ανά αγώνα και ευστόχησε στα 252 από τα 526 τρίποντα που επιχείρησε (47.9%) μετατρέποντας κάθε αγώνα της Pavia σε one man show. Στο ντεμπούτο του μόνο σταμάτησε στους 50 πόντους απέναντι στην Verona, έβαλε 49 με 8/16 τρίποντα στην Pistoia την 4η αγωνιστική, 50 στην Cremona την 7η, σκόραρε 54 με 12/15 τρίποντα κόντρα στην Udine την 8η και την 9η φόρτωσε το καλάθι της Venezia με 59 (9/17 τρίποντα). Ακολούθησαν μεταξύ άλλων 46 πόντοι (8/16 τρίποντα) την 11η αγωνιστική με αντίπαλο την Fabriano, 45 (8/15 τρίποντα) την 14η με την Livorno, 51 (10/17 τρίποντα) την 15η με την Messina, 49 (9/13 τρίποντα) την 17η με την Desio, 51 (8/16 τρίποντα) την 22η με την Cremona, 60 (8/17 τρίποντα) την 23η με την Udine, 50 με την Montecatini την 25η και το ρεσιτάλ του συνεχίστηκε στα μπαράζ ανόδου.
Σε όμιλο έξι ομάδων η Pavia ξεκίνησε με τέσσερις συνεχόμενες νίκες με τον Schmidt να βάζει 52 πόντους (10/14 τρίποντα) στην Brescia και 49 (9/14 τρίποντα) στην Reggio Emilia. Συνέχισε με 46 (6/12 τρίποντα) απέναντι στην Varese, 51 (9/13) κόντρα στην Arese, 40 στην αναμέτρηση με την Livorno, 52 (10/17 τρίποντα) στο δεύτερο παιχνίδι με την Brescia, 46 σε αυτό με την Reggio Emilia και έκανε φινάλε με 48 πόντους (9/19 τρίποντα) στην αδιάφορη βαθμολογικά ήττα από την Varese. Το 1992 δεν κατάφερε να μείνει στην Α1, αλλά ο Βραζιλιάνος στην τελευταία του χρονιά στην Serie A έκανε τους Ιταλούς και πάλι να τρίβουν τα μάτια τους.
Ήταν για 7η φορά ο πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος έχοντας 38.6 πόντους ανά αγώνα (1.469 στο σύνολο), σούταρε με 44.1% στα τρίποντα (218/494) και την 11η αγωνιστική έκανε μια απίστευτη εμφάνιση που πέρασε στην ιστορία. Η ομάδα του έχασε 110-109 από την Torino, όμως ο ίδιος πέτυχε 66 πόντους (11/26 τρίποντα) σημειώνοντας την 4η κορυφαία επίδοση όλων των εποχών στην Serie A πίσω από τους 77 πόντους του Sandro Riminucci με την Milano το 1964, τους 70 του Dalipagic με την Venezia το 1987 και τους 67 του Gabriele Vianello με την Milano το 1963.
Κατά τα άλλα ο Schmidt έβαλε 48 πόντους (6/15 τρίποντα) στην Philips Milano την 2η αγωνιστική, 46 (10/20 τρίποντα) στην Forli την 9η, 46 (10/15 τρίποντα) στην Knorr Bologna την 16η, 50 (7/11 τρίποντα) στην Cantu την 22η, 42 (8/15 τρίποντα) στην Torino την 26η, 47 (6/11 τρίποντα) στην Roma την 27η και στα play out έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να μην υποβιβαστεί η Pavia. Φόρτωσε το καλάθι της Desio με 46 και 41 (7/16 τρίποντα) πόντους και αυτό της Rimini με 50 (10/19 τρίποντα), αλλά το 1993 που ήταν και η τελευταία του χρονιά στην Ιταλία τον βρήκε ξανά στην Α2.
Εννοείται πως και πάλι δεν είχε αντίπαλο. Ολοκλήρωσε τη σεζόν με 1.585 πόντους (39.6 ανά αγώνα), σούταρε με 48.1% στα τρίποντα (244/507) και έδωσε ουκ ολίγες μοναδικές παραστάσεις. Ανάμεσα τους οι 48 πόντοι (11/17 τρίποντα) που έβαλε στην Forli την 3η αγωνιστική, οι 45 (8/17 τρίποντα) απέναντι στη Napoli την 7η, οι 40 (9/15 τρίποντα) κόντρα στην Sassari, οι 37 (10/15 τρίποντα) στην Trapani την 11η, οι 46 (6/10 τρίποντα) στην Marsala την 12η, οι 43 (10/23 τρίποντα) στην Fortitudo Bologna την 17η, οι 51 (6/12 τρίποντα) στην Trapani την 26η και οι 47 (8/13 τρίποντα) με την Marsala την 27η. Τα καλύτερα πάντως τα κρατούσε για τα playoffs της ανόδου όπου σκόραρε 61 πόντους (8/15 τρίποντα) στην αναμέτρηση με την Caserta και 55 (12/17 τρίποντα) σε αυτήν με την Forli.
Μετά από 11 σεζόν στα ιταλικά γήπεδα ο Schmidt πήρε τον δρόμο για αυτά της Ισπανίας αποχωρώντας ως ο κορυφαίος σκόρερ στην ιστορία του ιταλικού μπάσκετ με 13.967 πόντους (34.6 ανά αγώνα). Ο Antonello Riva που πλέον κατέχει αυτή τη θέση με 14.397 κατάφερε να τον περάσει το 2000 και μέχρι να αποσυρθεί το 2002 έπαιξε σε 797 παιχνίδια, ενώ ο Βραζιλιάνος είχε 403 συμμετοχές. Φυσικά τα 1.558 τρίποντα που έβαλε αποτελούν αξεπέραστο ρεκόρ, ενώ προτού τον περάσει ο Riva (1.477 πόντοι) ήταν και ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία του Κυπέλλου Ιταλίας με 1.405 πόντους.
Παρότι ήταν πλέον 36 ετών βοήθησε την Valladolid να παλέψει για την παραμονή της στην ACB και το 1994 ήταν ο πρώτος σκόρερ του Ισπανικού Πρωταθλήματος με 33.2 πόντους ανά αγώνα (1.098 στο σύνολο). Στα πρώτα εφτά παιχνίδια του μόνο σκόραρε κατά σειρά 31 (7/15 τρίποντα), 38, 46, 45, 42, 36 (7/15 τρίποντα) και 39 (7/17 τρίποντα) πόντους απέναντι σε Ferrol, Real Madrid, Estudiantes, Malaga, Leon, Manresa και Taugres (η σημερινή Baskonia) αντίστοιχα. Στην κορυφαία εμφάνιση του επί ισπανικού εδάφους έκανε ρεκόρ τριπόντων έχοντας 11/19 (σ.σ. στον προηγούμενο αγώνα είχε 8/17) και 44 πόντους απέναντι στην Murcia στις 19 Μαρτίου του 1994. Μέχρι να ξεπεράσει κάποιος την επίδοση του έπρεπε να περάσουν 20 χρόνια και να φτάσουμε στο 2014 για να βάλει ο Jacob Pullen 12/15 με την φανέλα της Barcelona.
Η Valladolid έμεινε από σπόντα στην ACB, καθώς ναι μεν ηττήθηκε στα play out από την Murcia αλλά η Cajabilbao που ανέβηκε από την δεύτερη κατηγορία δήλωσε κόλλημα και έτσι δεν υποβιβάστηκε, οπότε οι Ισπανοί είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν τον Schmidt για άλλη μία χρονιά. Το 1995 η ομάδα του τα πήγε σαφώς καλύτερα και εξασφάλισε άνετα την παραμονή της με τον Βραζιλιάνο να έχει μέσο όρο 23 πόντους (911 στο σύνολο) σουτάροντας με 48% στα τρίποντα (160/330). Ακόμα και στα 37 του είχε ορισμένες πολύ μεγάλες βραδιές όπως αυτές απέναντι στην Taugres (33 πόντοι, 7/11 τρίποντα), την Malaga (47 πόντοι, 8/8 τρίποντα), την Orense (35 πόντοι, 6/12 τρίποντα), την Estudiantes (26 πόντοι, 8/15 τρίποντα) και την Valencia (36 πόντοι, 7/15 τρίποντα) με την Valladolid να χάνει μόνο το τελευταίο παιχνίδι.
Ύστερα από 2.009 πόντους σε 71 παιχνίδια (28.2 πόντοι ανά αγώνα) στην Ισπανία είχε φτάσει η ώρα της επιστροφής στην πατρίδα. Ο Schmidt γύρισε στην Βραζιλία και αρχικά αγωνίστηκε για δύο χρόνια στην Corinthians. Έδωσε το «παρών» σε 131 αναμετρήσεις σημειώνοντας 4.270 πόντους (32.5 ανά αγώνα) και την οδήγησε στην κατάκτηση του πρωταθλήματος το 1996, που ήταν το πρώτο της μετά το 1969 και τελευταίο μέχρι σήμερα. Το 1998 έπαιζε πλέον για την Barueri (4.613 πόντοι σε 120 αγώνες ήτοι 38.4 ανά παιχνίδι) και μετά από δύο σεζόν φόρεσε την φανέλα της Flamengo. Μέχρι να αποσυρθεί από την ενεργό δράση το 2003 σε ηλικία 45 ετών πρόλαβε να πετύχει άλλους 7.241 πόντους σε 219 αγώνες (33 ανά αγώνα) και ήταν επί οκτώ συνεχόμενα χρόνια ο πρώτος σκόρερ του Βραζιλιάνικου Πρωταθλήματος.
Τα κατορθώματα του με την εθνική Βραζιλίας αποτελούν ένα ξεχωριστό και βεβαίως πολύ μεγάλο κεφάλαιο στην καριέρα του. Με τα χρώματα της άλλωστε έγινε γνωστός σε όλο τον κόσμο όταν την οδήγησε στην κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στους Παναμερικανικούς Αγώνες του 1987 σκοράροντας 46 πόντους στον τελικό απέναντι στις ΗΠΑ (κέρδιζαν 68-54 στο ημίχρονο και ηττήθηκαν 120-115). Ο Schmidt είναι ένας από τους τρεις μπασκετμπολίστες που έχουν πάρει μέρος σε πέντε Ολυμπιάδες (Μόσχα 1980, Los Angeles 1984, Σεούλ 1988, Βαρκελώνη 1992, Atlanta 1996), αποτελεί τον πρώτο σκόρερ στην ιστορία του μπασκετικού τουρνουά των Ολυμπιακών Αγώνων με 1.093 πόντους (28.8 ανά αγώνα), ενώ το ίδιο ισχύει και για το FIBA World Cup στο οποίο συμμετείχε τέσσερις φορές (Φιλιππίνες 1978, Κολομβία 1982, Ισπανία 1986, Αργεντινή 1990) φτάνοντας τους 906 πόντους (26.7 ανά αγώνα).
Ήταν ο πρώτος σκόρερ των Ολυμπιακών αγώνων το 1988 (42.2 πόντοι ανά αγώνα), το 1992 (24.8 πόντοι) και το 1996 (27.4 πόντοι), κάτι που συνέβη και στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα το 1990 όπου είχε μέσο όρο 34.6 πόντους. Οι 338 πόντοι που πέτυχε στην Σεούλ είναι οι περισσότεροι που έχει βάλει ποτέ παίκτης σε Ολυμπιακό Τουρνουά. Είχε σκοράρει 36 πόντους απέναντι στον Καναδά, 44 κόντρα στην Κίνα, 31 στην αναμέτρηση με τις ΗΠΑ, 39 στον αγώνα με την Αίγυπτο και στο τελευταίο παιχνίδι της φάσης των ομίλων είχε φορτώσει το καλάθι της Ισπανίας με 55 πόντους (6/11 τρίποντα) αριθμός που αποτελεί την κορυφαία επίδοση στην ιστορία της διοργάνωσης. Συνέχισε με 46 πόντους (5/8 τρίποντα) κόντρα στην Σοβιετική Ένωση στα προημιτελικά, ακολούθησαν οι 46 πόντοι (8/12 τρίποντα) που έβαλε στο Πουέρτο Ρίκο και ολοκλήρωσε την διοργάνωση με 41 (5/9 τρίποντα) απέναντι στον Καναδά.
Οι 52 πόντοι που είχε σημειώσει στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Αργεντινής απέναντι στην Αυστραλία αποτελούν την 3η καλύτερη επίδοση στην ιστορία της διοργάνωσης μετά τους 54 του Νοτιοκορεάτη Hur Jae κόντρα στην Αίγυπτο εκείνη τη χρονιά και τους 53 του Νίκου Γκάλη απέναντι στον Παναμά το 1986, ενώ οι 45 (10/22 τρίποντα) που είχε σκοράρει στην πρεμιέρα των Ολυμπιακών Αγώνων το 1996 με το Πουέρτο Ρίκο τον έκαναν τον μεγαλύτερο σε ηλικία (38 ετών) παίκτη που σημειώνει πάνω από 40 πόντους στο Ολυμπιακό Τουρνουά. Στην Atlanta μάλιστα ο Schmidt είχε κάνει τις τελευταίες του εμφανίσεις με την Βραζιλία αφήνοντας την μετά από 7.693 πόντους (προφανώς και είναι ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία της) σε 326 εμφανίσεις.
Στα 20 χρόνια που υπηρέτησε την εθνική του ομάδα κατέκτησε εκτός από το χρυσό μετάλλιο στους Παναμερικανικούς Αγώνες του 1987 άλλα τρία στο Πρωτάθλημα Εθνών της Λατινικής Αμερικής (1977, 1983, 1985), δύο ασημένια στην ίδια διοργάνωση (1979, 1981), ένα χάλκινο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1978, ένα στους Παναμερικανικούς αγώνες του 1979 και ακόμα ένα στο AmeriCup (σ.σ. το αντίστοιχο EuroBasket για την Αμερική) του 1989. Δυστυχώς από την εποχή που μεσουρανούσε στην Ιταλία με την Caserta και με την Βραζιλία στις διεθνείς διοργανώσεις δεν υπάρχει αρκετό υλικό σε βίντεο. Τουλάχιστον οι Ιταλοί φρόντισαν να καταγράψουν τα επιτεύγματα του τα οποία επιβεβαιώνουν και με το παραπάνω τον μύθο του.
Αφήστε μια απάντηση