Το NBA άνοιξε για τα καλά την πόρτα του στους Ευρωπαίους το 1990 αλλά εξακολουθούσε να τους κοιτάζει με μισό μάτι. Εκείνη την εποχή ελάχιστοι πίστευαν πως κάποιος παίκτης εκτός ΗΠΑ μπορεί να σταθεί σε αυτό το επίπεδο όμως ο Sarunas Marciulionis τα κατάφερε άμεσα και άλλαξε άρδην τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζαν οι Αμερικάνοι όσους προέρχονταν από την την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Ο Λιθουανός point guard είδε γρήγορα την καριέρα του να καταστρέφεται από σοβαρούς τραυματισμούς στα γόνατα, αλλά πρόλαβε να αφήσει το στίγμα του περνώντας στην ιστορία ως πρωτοπόρος αφού ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που έπιασε στο NBA. Την ώρα που ο Drazen Petrovic είχε μόνιμη θέση στον πάγκο των Portland Trail Blazers και ο Vlade Divac δεν καταλάβαινε γρι από αγγλικά κοιτώντας με απορία τους συμπαίκτες του στους Los Angeles Lakers όταν μιλούσαν, ο Marciulionis ήταν πρωταγωνιστής στους Golden State Warriors. Φανταστείτε πως ακόμα και ο Detlef Schrempf που είχε περάσει πρώτα από το NCAA και αγωνιζόταν ήδη τέσσερα χρόνια στο NBA μόλις που είχε αρχίσει να κάνει αισθητή την παρουσία του με τους Indiana Pacers, ενώ το ίδιο ίσχυε και για τον επίσης αμερικανοθρεμμένο μπασκετικά Rik Smits με τον οποίο ήταν συμπαίκτες.
Αυτό που τον βοήθησε να προσαρμοστεί πιο σύντομα από κάθε άλλον ήταν τα σωματικά του προσόντα και το γεγονός πως βρέθηκε στην κατάλληλη ομάδα. Με ύψος 1.96 μέτρα ο Marciulionis ήταν ψηλός για point guard ακόμα και για τα δεδομένα του NBA και ταυτόχρονα ήταν πολύ δυνατός και εξαιρετικά αθλητικός. Για χάρη του μάλιστα οι Warriors είχαν ανοίξει πόλεμο με τους Atlanta Hawks πριν καν πατήσει το πόδι του στις ΗΠΑ. Ο σημερινός διοικητικός ηγέτης των Dallas Mavericks, Donnie Nelson, ήταν αυτός που τον είχε ανακαλύψει και εντυπωσιασμένος από τις ικανότητες του υπέδειξε στον πατέρα του, Don Nelson (σ.σ. ο προπονητής με τις περισσότερες νίκες στην ιστορία του NBA), που πριν αναλάβει τους Warriors είχε αγοράσει ένα μερίδιο των μετοχών τους, την επιλογή του στο draft του 1987.
Ο τότε ιδιοκτήτης των Hawks, Ted Turner, όμως είχε διασυνδέσεις στην Σοβιετική Ένωση και έτσι ο General Manager της ομάδας του, Stan Kasten, είχε μάθει τι εστί Marciulionis. Γι’ αυτό κατέθεσε ένσταση και η επιλογή του από το Golden State ακυρώθηκε, καθώς ήταν έναν χρόνο μεγαλύτερος από ότι προέβλεπε το όριο ηλικίας (22 έτη) για την συμμετοχή των Ευρωπαίων στο draft του NBA. Αμέσως μετά η Atlanta τον κάλεσε να πάρει μέρος στην προετοιμασία της μαζί με άλλους συμπατριώτες του και το καλοκαίρι του 1988 έγινε η πρώτη αμερικανική ομάδα που αγωνίστηκε επί Σοβιετικού εδάφους δίνοντας φιλικά παιχνίδια με την εθνική της Σοβιετικής Ένωσης, που εκείνη την χρονιά πήρε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ αποκλείοντας στον ημιτελικό τις ΗΠΑ. Αμέσως μετά τον θρίαμβο της οι Hawks υπέγραψαν συμβόλαιο με τον Marciulionis, που όμως δεν φόρεσε ποτέ την φανέλα τους.
Παρότι δούλεψαν μαεστρικά για την απόκτηση του και έχτισαν άριστες σχέσεις με την εθνική ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης, η κυβέρνηση της χώρας του απαγόρευσε να πάει στο NBA όπως είχε κάνει και με τον Arvydas Sabonis. Έναν χρόνο αργότερα όμως οι Σοβιετικοί αποφάσισαν να επιτρέψουν στους αθλητές τους να αγωνιστούν στο εξωτερικό και ο Marciulionis βρέθηκε στους Warriors. Είχαν γίνει πλέον φίλοι με τον Nelson και εφόσον ο πατέρας του τον είχε για βοηθό του στον πάγκο του Golden State, ο Λιθουανός δεν θα μπορούσε να πάει σε άλλη ομάδα. Υπέγραψε τριετή συμφωνία αξίας 3.8 εκατομμυρίων δολαρίων και έγινε ο πρώτος Σοβιετικός (σ.σ. η Σοβιετική Ένωση δεν είχε διαλυθεί ακόμα) που έπαιξε στις ΗΠΑ.
Οι Warriors του Don Nelson ήταν μια ομάδα που έτρεχε ασταμάτητα πάνω κάτω και σκόραρε κατά ριπάς χρησιμοποιώντας ένα εξαιρετικά πρωτοποριακό για εκείνη την περίοδο κοντό σχήμα. Το 1990 λοιπόν ο Marciulionis ως rookie ήταν ο 5ος σκόρερ της καλύτερης επίθεσης του NBA (116.3 πόντοι ανά αγώνα) με μέσο όρο 12.1 πόντους και εξελίχτηκε στο ιδανικό συμπλήρωμα των «Run TMC». Αυτό ήταν προσωνύμιο της απίθανης τριάδας που συνέθεταν ο Tim Hardaway με τον Mitch Richmond και τον Chris Mullin. Με τους τρεις τους να έχουν μέσο όρο πάνω από 22 πόντους το Golden State το 1991 κόντραρε στα ίσα τους Lakers του Magic Johnson ως την πιο θεαματική ομάδα του NBA και πετύχαινε 116.6 πόντους ανά αγώνα.
Ο Marciulionis ήταν αυτός που φρόντιζε ώστε ο ρυθμός τους να μην πέφτει ούτε δευτερόλεπτο. Ερχόμενος από τον πάγκο θωράκιζε αμυντικά την περιφέρεια των Warriors και επιθετικά έδινε στο παιχνίδι τους μια επιπλέον θεαματική διάσταση με τις απίθανες εμπνεύσεις του. Η παραχώρηση του Richmond στους Sacramento Kings έκανε την παρουσία του ακόμα πιο κομβική. Το 1992 οι Warriors ολοκλήρωσαν την κανονική περίοδο με ρεκόρ 55-27 ξεπερνώντας τις 50 νίκες για πρώτη φορά μετά το 1976 και έγιναν ακόμα καλύτεροι επιθετικά ανακτώντας την κορυφαία επίθεση του πρωταθλήματος. Έφτασαν να σκοράρουν 118.7 πόντους ανά αγώνα και ο Marciulionis πραγματοποίησε την κορυφαία σεζόν της καριέρας του έχοντας μέσο όρο 18.9 πόντους.
Το Golden State κέρδισε τα 26 από τα 34 παιχνίδια στα οποία ξεπέρασε τους 20 πόντους και τον είδε να έρχεται οριακά δεύτερος πίσω από τον Schrempf των Pacers στην ψηφοφορία για την ανάδειξη του καλύτερου έκτου παίκτη. Κορυφαία εμφάνιση του εκείνη την σεζόν και ταυτόχρονα της καριέρας του στο NBA ήταν αυτή απέναντι στους New Jersey Nets στις 28 Μαρτίου του 1992. Οι Warriors επικράτησαν 153-148 στην παράταση με τον Marciulionis να έχει 35 πόντους, 3 κλεψίματα και 3 κοψίματα κερδίζοντας την προσωπική του μονομαχία με τον Petrovic (23 πόντοι), που εν τω μεταξύ είχε κάνει νέο ξεκίνημα με τους Nets όπου του δόθηκε η ευκαιρία να δείξει τις πραγματικές δυνατότητες του. Στις 10 Μαρτίου μάλιστα είχαν ξανασυναντηθεί με τον Λιθουανό να οδηγεί την ομάδα του σε νίκη με 129-122 έχοντας 27 πόντους και τον Κροάτη να σταματάει στους 26.
Δυστυχώς εκεί που φαινόταν πως η καριέρα του θα εκτοξευόταν διεκόπη βάναυσα από τους τραυματισμούς. Το 1993 ο Marciulionis μπόρεσε να αγωνιστεί μόλις σε 30 παιχνίδια και οι 17.4 πόντοι του δεν είχαν ουσία για τους Warriors που εκτροχιάστηκαν, καθώς όλοι οι καλοί παίκτες τους βγήκαν εκτός μάχης. Ο Mullin επί πέντε συνεχόμενα χρόνια ήταν All-Star και σκόραρε πάνω από 25 πόντους ανά αγώνα, αλλά χτύπησε και αυτός σοβαρά εκείνη την χρονιά και δεν ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος παίκτης, ενώ και ο Hardaway τραυματίστηκε προς το τέλος της με αποτέλεσμα να χάσει ολόκληρη την επόμενη. Το ίδιο συνέβη και με τον Marciulionis που δεν έπαιξε καθόλου το 1994 και παραχωρήθηκε στους Seattle SuperSonics. Τα γόνατα του δεν άντεξαν και αφού πέρασε ακόμα από τους Kings και τους Denver Nuggets, με τους οποίους το 1997 μπόρεσε να κάνει μόλις 17 εμφανίσεις, αποφάσισε να εγκαταλείψει την ενεργό δράση στα 32 του.
Κι όμως στο σύντομο πέρασμα του από το NBA κατάφερε να καταρρίψει τα στερεότυπα που υπήρχαν για τους ευρωπαίους και να κάνει κι άλλες ομάδες να τους εμπιστευτούν. Η ανακάλυψη του Marciulionis μάλιστα σηματοδότησε την έναρξη του διεθνούς scouting στο NBA. Μέχρι τότε οι ομάδες του θεωρούσαν αδιανόητο να στείλουν ανθρώπους τους να γυρίσουν την υφήλιο για να ανακαλύψουν νέα ταλέντα. Ο Donnie Nelson ήταν ο πρώτος διδάξας σε αυτόν τον τομέα. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, προτού αποφοιτήσει από το κολέγιο συμμετείχε σε μία ομάδα παικτών που έδινε αγώνες επίδειξης στην Λατινική Αμερική και την Ευρώπη και όταν αντιμετώπισε τον Marciulionis γεννήθηκε στο μυαλό του η ιδέα. Το καθιέρωσε, έγινε ειδικός σε αυτόν τον τομέα, 11 χρόνια αργότερα ήταν αυτός που βρήκε τον Dirk Nowitzki και τον πήγε στους Mavericks και το 2018 ενορχήστρωσε την απόκτηση του Luka Doncic μέσω του draft.
Αφήστε μια απάντηση