Στα 13 χρόνια που αγωνίστηκε στους Boston Celtics κατέκτησε 11 πρωταθλήματα (τα οκτώ συνεχόμενα). Ο Bill Russell αποτελεί τον παίκτη με τους περισσότερους τίτλους στην ιστορία του NBA, αλλά τα επιτεύγματα του ήταν απλά το αποτέλεσμα που επέφερε η πρωτοποριακή για τα δεδομένα της εποχής παρουσία του στο παρκέ.

Οι Αμερικάνοι τον αποκαλούν Απόλυτο Νικητή (Ultimate Winner) και όχι άδικα, αφού εκτός από τα 11 δαχτυλίδια (1957, 1959, 1960, 1961, 1962, 1963, 1964, 1965, 1966, 1968, 1969) που συνέλεξε στο NBA κέρδισε επίσης δύο πρωτάθλημα (1955, 1956) στο NCAA με το San Francisco (σ.σ. οι μοναδικοί τίτλοι στην ιστορία της ομάδας), ενώ κρέμασε στον λαιμό του και το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μελβούρνης το 1956 βοηθώντας τις ΗΠΑ να ανέβουν στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου. Με άλλα λόγια σε όποια διοργάνωση και αν συμμετείχε από το 1955 έως το 1969 μόνο δύο χρονιές δεν πανηγύρισε την κατάκτηση του τίτλου. Το 1958 όταν οι Celtics ηττήθηκαν από τους St. Louis Hawks με 4-2 στους τελικούς του NBA (η μοναδική ήττα σε τελικό στην καριέρα του Russell) και το 1967 που αποκλείστηκαν με 4-1 στους τελικούς της Ανατολής από τους μετέπειτα πρωταθλητές Philadelphia 76ers στην μόνη επικράτηση του Wilt Chamberlain επί του Russell στα playoffs κατά την διάρκεια της θρυλικής μονομαχίας τους την δεκαετία του ’60.

Η κυριαρχία των ομάδων του και ειδικότερα αυτή των Celtics που έγιναν η μεγαλύτερη δυναστεία όλων των εποχών, όχι μόνο στο NBA αλλά σε κάθε ομαδικό σπορ στις ΗΠΑ, βασίστηκε στην μοναδικότητα του. Σε μια περίοδο όπου ο πιο συνηθισμένος τρόπος για να σκοράρει μία ομάδα ήταν να ακουμπήσει τη μπάλα στον center της στο low post ώστε αυτός να βάλει πλάτη τον αντίπαλο του και να τον σπρώξει μέχρι να φτάσει κάτω από το καλάθι προκειμένου να πετύχει δύο πόντους από όσο κοντινότερη απόσταση γίνεται η Βοστώνη αξιοποίησε στον μέγιστο βαθμό τα εξωπραγματικά για την εποχή αθλητικά προσόντα του Russell και εισήγαγε έναν νέο τρόπο παιχνιδιού.

Ακόμα και για τότε ίσως να θεωρούταν κομματάκι κοντός για την θέση «5», όμως τα λιγοστά εκατοστά που του έλειπαν σε ύψος (2.08 μέτρα) τα διάθετε και με το παραπάνω σε άνοιγμα χεριών (2.24 μέτρα). Για να καταλάβετε για τι ακριβώς μιλάμε ο Γιάννης Αντετοκούνμπο που σήμερα είναi το απαύγασμα της αθλητικότητας έχει ύψος 2.11 μέτρα και το άνοιγμα των χεριών του φτάνει τα 2.21. Εκτός αυτού ο Russell ήταν εξαιρετικά αλτικός και πολύ γρήγορος για τα «κυβικά» του. Φανταστείτε πως όσο ήταν στο κολέγιο έκανε και στίβο και μάλιστα το 1956 είχε την 7η κορυφαία επίδοση στον κόσμο στο άλμα εις ύψος. Με 2.06 μέτρα συναγωνιζόταν ακόμα και τον συμπατριώτη του Charles Dumas ο οποίος κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς του ’56 ως ο πρώτος αθλητής που ξεπέρασε τα 2.10 μέτρα με επίδοση 2.12 (οι τρεις επιτυχημένες προσπάθειες του στον τελικό μετρήθηκαν κατά σειρά 2.06, 2.10 και 2.12). Επίσης ο Russell διαγωνιζόταν και στα 400 μέτρα όπου έκανε χρόνο 49.6 δευτερόλεπτα, την ώρα που ο χρυσός ολυμπιονίκης της Μελβούρνης Charles Jenkins (ΗΠΑ) κέρδισε την κούρσα των μεταλλίων με 46.7.

Αυτές οι ικανότητες λοιπόν έκαναν τον Russell παίκτη που δεν είχε εμφανιστεί ξανά έως τότε στο NBA και γενικότερα στο μπάσκετ. Διά του λόγου το αληθές ο προπονητής του στο κολέγιο παρακολουθώντας τον να κόβει συνεχώς όποιον πλησίαζε στο ζωγραφιστό του είχε κάνει παρατήρηση λέγοντας του πως δεν αμύνεται σωστά γιατί η άμυνα δεν παίζεται έτσι. Ο Red Auerbach όμως δεν έγινε τυχαία ένας εκ των κορυφαίων προπονητών (αν όχι ο κορυφαίος) στην ιστορία του NBA. Έβλεπε μπροστά και όταν ο Russell αρνήθηκε να αγωνιστεί για τους Hawks, που τον επέλεξαν στο νούμερο δύο στο draft του 1956, επειδή στο St. Louis βασίλευε ο ρατσισμός ενορχήστρωσε την απόκτηση του. Αν και τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα η Βοστώνη δεν πήγαινε πίσω στις φυλετικές διακρίσεις. Παρόλα αυτά το γεγονός πως οι Celtics το 1950 είχαν επιλέξει τον πρώτο Αφροαμερικανό (Chuck Cooper) στην ιστορία του draft σε συνδυασμό με το ότι ο Auerbach δεν είχε τέτοιες προκαταλήψεις έκαμψαν τους όποιους ενδοιασμούς είχε ο Russell.

Το αγωνιστικό πλάνο του Auerbach προέβλεπε άμεση ανάπτυξη αιφνιδιασμού αμέσως μετά από κάθε κόψιμο και ριμπάουντ του Russell. Αν και το NBA άρχισε να μετράει κοψίματα και κλεψίματα από το 1974 και μετά ο Russell, που στα ντουζένια του έμενε στο παρκέ στα 45 από τα 48 λεπτά των αγώνων, υπολογίζεται πως κατά μέσο όρο μπορεί να έριχνε παραπάνω από οκτώ τάπες σε κάθε παιχνίδι. Αναλογιστείτε πως ο μεγαλύτερος μέσος όρος καριέρας σε κοψίματα στην ιστορία του NBA ανήκει στον Mark Eaton ο οποίος είχε ύψος 2.24 μέτρα και στα 11 χρόνια που αγωνίστηκε στους Utah Jazz μέτρησε 3.5 μπλοκ ανά αγώνα, ενώ τα 5.6 που είχε το 1985 αποτελούν την κορυφαία επίδοση όλων των εποχών για μία σεζόν. Σύμφωνα με τους στατιστικολόγους του NBA λοιπόν δεν αποκλείεται να υπήρχαν χρονιές που ο μέσος όρος του Russell να ξεπερνούσε τα 10 κοψίματα.

Μάλιστα γύρω από τις αμέτρητες τάπες που μοίραζε υπήρχε ολόκληρη τακτική. Ο Russell έκοβε πάντα με στόχο η μπάλα να καταλήξει στα χέρια κάποιου συμπαίκτη του ώστε οι Celtics να τρέξουν κατευθείαν στο ανοιχτό γήπεδο ή ακόμα και στα δικά του για να την κατεβάσει ο ίδιος και να μην επιτρέψει στην αντίπαλη άμυνα να προλάβει να οργανωθεί. Όταν δε οι παίκτες των άλλων ομάδων κατάλαβαν πως δεν έχουν καμία τύχη απέναντι του επέλεγε το πότε θα τους κόψει και πότε θα τους αφήσει να κάνουν μια κακή ενέργεια ώστε να μην σπαταλάει άδικα δυνάμεις. Βλέπετε μόνο και μόνο που τον έβλεπαν να πηγαίνει κατά πάνω τους αναγκάζονταν να αλλάξουν το σουτ τους στον αέρα προκειμένου να αποφύγουν την τάπα.

Έτσι οι Celtics κρατούσαν τους αντιπάλους τους μακριά από το καλάθι τους και τους ανάγκαζαν να σουτάρουν από απόσταση σε μια εποχή που φυσικά δεν υπήρχε τρίποντο και ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος για να σκοράρει κανείς ήταν να πάει σε λέι απ ή έστω σε κοντινή προσπάθεια. Εφόσον δεν υπήρχαν παίκτες εκπαιδευμένοι για τέτοιες καταστάσεις τα άστοχα σουτ ήταν πολλά και φυσικά ο Russell ήταν εκεί για να μαζέψει όλα τα ριμπάουντ. Ο μέσος όρος καριέρας του (22.5) «μιλάει» από μόνος του. Από το 1958 μέχρι το 1967 είχε μόνιμα πάνω από 21 ριμπάουντ ανά αγώνα με κορυφαία επίδοση του τα 24.7 του 1964, ενώ δεν έπεσε ποτέ κάτω από τα 18.6. Ήταν ο πρώτος παίκτης στην ιστορία του NBA με μέσο όρο πάνω από 20 ριμπάουντ σε μία σεζόν και το όνομα του είναι δεύτερο στην λίστα με τους κορυφαίους ριμπάουντερ όλων των εποχών, αφού ο μόνος που ξεπέρασε τα 21.620 δικά του ήταν ο Chamberlain με 23.924.

Ο Russell ήταν ο πρώτος παίκτης στην ιστορία του NBA που μάζεψε περισσότερα από 50 ριμπάουντ σε ένα παιχνίδι φτάνοντας τα 51 στις 5 Φεβρουαρίου του 1960 απέναντι στους Syracuse Nationals, επίδοση που είναι η δεύτερη κορυφαία όλων των εποχών μετά τα 55 που πήρε ο Chamberlain κόντρα στους Celtics στις 24 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Του ανήκει ακόμα όμως το ρεκόρ για τα πιο πολλά ριμπάουντ σε ένα ημίχρονο. Με αντίπαλο τους Philadelphia Warriors στις 16 Νοεμβρίου του 1957 είχε μαζέψει 32 και συνολικά 49, νούμερο που αποτελούσε ρεκόρ για τότε και το ξαναέπιασε στις 11 Μαρτίου του 1965 εναντίον των Detroit Pistons.

Τα playoffs βέβαια ήταν μια τελείως διαφορετική ιστορία. Ο Russell πάντα ανέβαζε την απόδοση του στην postseason και γι’ αυτό είναι ο κορυφαίος ριμπάουντερ στην ιστορία των playoffs του NBA με 4.104 (ο μόνος παίκτης με πάνω από 4.000 ριμπάουντ στα playoffs) και μέσο όρο καριέρας 24.9. Τα νούμερα του ήταν τόσο εντυπωσιακά που αξίζει να τα αναφέρουμε αναλυτικά.

ΧρονιάΡιμπάουντ
195724.4
195824.6
195927.7
196025.8
196129.9
196226.4
196325.1
196427.2
196525.2
196625.2
196722.0
196822.8
196920.5

Όσο πιο κοντά έφταναν οι Celtics στον τίτλο τόσο πιο κυρίαρχος γινόταν. Τα 29.5 ριμπάουντ που είχε ανά αγώνα στους τελικούς του 1959 κόντρα στους τότε Minneapolis Lakers συνιστούν ρεκόρ στην ιστορία των τελικών όπως και τα 40 που μάζεψε στο 7ο παιχνίδι μεταξύ των δύο ομάδων σε αυτούς του 1962. Το 1957 είχε σφραγίσει την κατάκτηση του τίτλου με 19 πόντους και 32 ριμπάουντ ώστε να γίνει το 4-3 επί των Hawks με σκορ 125-123 ύστερα από δύο παρατάσεις. Το 1960 είχε κάνει πάλι το ίδιο με τους Celtics να κερδίζουν στον 7ο αγώνα των τελικών τους Hawks 122-103 χάρη σε 22 πόντους και 35 ριμπάουντ από τα χέρια του. Το St. Louis δεν μπόρεσε να τον κάνει καλά ούτε το 1961, αφού τον είδε να έχει 30 πόντους και 38 ριμπάουντ στη νίκη (121-112) με την οποία η Βοστώνη έφτασε στο 4-1 και πήρε το 3ο σερί πρωτάθλημα της.

ΧρονιάΤελικοίΠόντοιΡιμπάουντΑσίστ
1957Boston Celtics-St. Louis Hawks 4-313.322.92.5
1958St. Louis Hawks-Boston Celtics 4-214.519.33.2
1959Boston Celtics-Minneapolis Lakers 4-09.329.53.3
1960Boston Celtics-St. Louis Hawks 4-316.724.93.0
1961Boston Celtics-St. Louis Hawks 4-117.628.84.4
1962Boston Celtics-Los Angeles Lakers 4-322.927.05.7
1963Boston Celtics-Los Angeles Lakers 4-220.026.05.3
1964Boston Celtics-San Francisco Warriors 4-111.225.25.0
1965Boston Celtics-Los Angeles Lakers 4-117.825.05.8
1966Boston Celtics-Los Angeles Lakers 4-323.624.33.7
1968Boston Celtics-Los Angeles Lakers 4-217.321.85.7
1969Boston Celtics-Los Angeles Lakers 4-39.121.15.1

Αυτοί του 1962 είναι οι καλύτεροι τελικοί που έκανε ποτέ. Είχε μέσο όρο 22.9 πόντους, 27.0 ριμπάουντ και 5.7 ασίστ και αφού οι Celtics βρέθηκαν πίσω 3-2 πραγματοποίησε δύο απίστευτες εμφανίσεις για να τους οδηγήσει ξανά στην κορυφή. Στο 6ο παιχνίδι της σειράς έκανε triple-double με 19 πόντους, 24 ριμπάουντ και 10 ασίστ ώστε να κερδίσουν τους Lakers (είχαν μετακομίσει πλέον στο Los Angeles) εκτός έδρας 119-105 και στο 7ο η στατιστική του κατέγραψε εκτός από 40 ριμπάουντ και 30 πόντους με την Βοστώνη να επικρατεί 110-107 στην παράταση. Το 1965 έκλεισε τη σειρά συνεισφέροντας με 22 πόντους και 30 ριμπάουντ στο άνετο 129-96 για να γίνει το 4-1 επί των Lakers, που το 1966 έφτασαν τους τελικούς σε 7ο αγώνα και ηττήθηκαν 95-93 με τον Russell να έχει 25 πόντους και 32 ριμπάουντ.

Γενικότερα κατά την διάρκεια της καριέρας του ο Russell στα playoffs αγωνίστηκε σε 11 παιχνίδια που η νίκη ήταν πρόκριση ή τίτλος και η ήττα ισοδυναμούσε με αποκλεισμό ή απώλεια του πρωταθλήματος και τα κέρδισε όλα έχοντας μέσο όρο 18.3 πόντους και 29.4 ριμπάουντ. Αν λάβουμε υπόψιν επίσης πως προτού αποσυρθεί από την ενεργό δράση διατέλεσε επί μία τριετία και προπονητής των Celtics (σ.σ. ο Russell ήταν ο πρώτος Αφροαμερικανός προπονητής στην ιστορία του NBA) κατακτώντας δύο πρωταθλήματα τότε όσοι υποστηρίζουν πως πρόκειται για τον σπουδαιότερο ηγέτη που έχει γνωρίσει ποτέ το NBA έχουν απόλυτο δίκιο.

Ακόμα και στην τελευταία του σεζόν παρότι αγωνιζόταν με παραπανίσια κιλά και δεν ήταν σε καλή φυσική κατάσταση, επειδή όπως είχε πει με τον πόλεμο στο Βιετνάμ να μαίνεται και τις τεράστιες κοινωνικές αναταράξεις που συνέβεναν στις ΗΠΑ δεν έβρισκε πλέον λόγο να ασχολείται με το μπάσκετ, κατάφερε να φύγει πρωταθλητής από το παρκέ. Το 1969 οι Celtics ήταν 4οι στην Ανατολή και παρότι θεωρούταν πλέον γερασμένοι και αποδυναμωμένοι (ο Russell και ο Sam Jones που ήταν οι τελευταίοι από τους πρωταγωνιστές των προηγούμενων ετών που δεν είχαν αποσυρθεί είχαν φτάσει τα 35) πήγαν πάλι μέχρι τους τελικούς για άλλη μία αναμέτρηση με τους Lakers που αυτή τη φορά ήταν το απόλυτο φαβορί, καθώς είχαν προσθέσει στο ρόστερ τους τον Chamberlain.

Ο Russell τον κράτησε στους 11.7 πόντους στην σειρά η οποία κρίθηκε στο 7ο παιχνίδι που έγινε στο Los Angeles και οι Lakers του έδωσαν την αφορμή να εμπνεύσει τους παίκτες-συμπαίκτες του. Είχαν μοιράσει στις πρώτες θέσεις της εξέδρας φυλλάδια με το εορταστικό πρόγραμμα που θα ακολουθούσε σε περίπτωση κατάκτησης του τίτλου και για κακή τους τύχη ένα από αυτά έφτασε στα χέρια του Russell ο οποίος είπε στα αποδυτήρια πριν από το τζάμπολ: «Θεωρούν δεδομένο πως θα κερδίσουν. Είναι καλύτεροι και πιο γρήγοροι αλλά εμείς είμαστε πιο αποφασισμένοι για τη νίκη. Γι’ αυτό θα βγούμε εκεί έξω και θα τους τρέξουμε μέχρι να πέσουμε κάτω». Με τον ίδιο λοιπόν να έχει 6 πόντους, 21 ριμπάουντ και 6 ασίστ και τον Em Bryant των 5.7 πόντων στην κανονική περίοδο να κάνει την κορυφαία εμφάνιση της καριέρας του στα playoffs με 20 πόντους, οι Celtics επικράτησαν 108-106.

Μπορεί να μην είχε την επαφή που είχαν άλλοι center με το καλάθι, αλλά αυτό δεν πείραζε καθόλου τους Celtics. Τον Auerbach έτσι κι αλλιώς τον ενδιέφερε η μπάλα να μετακινείται από την μία πλευρά του γηπέδου στην άλλη όσο πιο γρήγορα γίνεται και όχι να πάει στο πέντε εναντίον πέντε ώστε να παίξει ο Russell με πλάτη για να σκοράρει. Την μπάλα στο καλάθι την έβαζε όποιος έπαιρνε την τελευταία πάσα στον αιφνιδιασμό και δεν είχε σημασία εάν ήταν ο Russell ή κάποιος άλλος. Οι Celtics είχαν πάντα 6-7 παίκτες με διψήφιο μέσο όρο πόντων και ο Russell ήταν μόνιμα ο 4ος ή ο 5ος τους σκόρερ, ενώ η μοναδική φορά που ηγήθηκε της ομάδας του στο σκοράρισμα ήταν στα playoffs του 1962 με 22.4 πόντους ανά αγώνα χωρίς να βγει ούτε δευτερόλεπτο από το παρκέ και στα 14 παιχνίδια της postseason.

Ο μέσος όρος καριέρας του στην κανονική περίοδο έφτασε τους 15.1 πόντους με τις πιο παραγωγικές χρονιές του να είναι το 1962 (18.9 πόντοι) και το 1960 (18.2 πόντοι), ενώ στα playoffs μέτρησε 16.2 πόντους ξεπερνώντας τους 18 ανά αγώνα εκτός από το 1962 το 1963 (20.3), το 1966 (19.1), το 1961 (19.1) και το 1960 (18.5). Ατομικό του ρεκόρ οι 37 πόντοι που σημείωσε στο 146-129 επί των Philadelphia Warriors στις 5 Μαρτίου του 1961 και στο 123-117 επί των Lakers στις 17 Δεκεμβρίου του 1967. Στην postseason πάλι δεν ξεπέρασε ποτέ τους 32 πόντους που πέτυχε στην ήττα από τους Lakers με 121-117 στον 5ο αγώνα των τελικών του 1966.

Στα αθλητικά του προσόντα οφειλόταν και η επιθετική αποτελεσματικότητα της ομάδας του. Η ικανότητα του Russell να τρέχει το γήπεδο σε χρόνο dt επέτρεπε στους Celtics να παίζουν σε ένα εξωφρενικά υψηλό τέμπο ακόμα και τα δεδομένα του σύγχρονου μπάσκετ ειδικά από την στιγμή που μπορούσε ο ίδιος να κουβαλήσει τη μπάλα και να δημιουργήσει έτοιμα καλάθια για τους συμπαίκτες του. Η απόλυτη κυριαρχία του στην άμυνα και στα ριμπάουντ σε συνδυασμό με αυτό που μόλις περιγράψαμε έδιναν στους Celtics την δυνατότητα να έχουν ακόμα και πάνω από 130 κατοχές ανά αγώνα ορισμένες σεζόν υποχρεώνοντας μετά το 1965 και τις υπόλοιπες ομάδες να ανεβάσουν ταχύτητα προκειμένου να ανταπεξέλθουν.

Το 1960 υπολογίζεται πως είχαν 136.3 κατοχές ανά αγώνα και φανταστείτε πως το 2022 ο μέσος όρος του πρωταθλήματος ήταν 98.2 με τους Minnesota Timberwolves να πρωτεύουν με 100.9. Ακόμα από το 1974 και μετά που το NBA κρατάει επίσημα στατιστικά και για αυτό τον τομέα το μεγαλύτερο νούμερο κατοχών σε μία σεζόν το είχαν οι Denver Nuggets το 1991 με 113.7 μόνο που ταυτόχρονα διέθεταν την χειρότερη άμυνα όλων των εποχών, καθώς δέχονταν κατά μέσο όρο 130.8 πόντους. Άλλο μπάσκετ τότε άλλο τώρα θα πει κανείς αλλά αν το καλοσκεφτούμε ο σημερινός τρόπος παιχνιδιού σε άμυνα και επίθεση έχει τις ρίζες του σε αυτό που έπαιζαν οι Boston Celtics στα 60’s.

Ο Russell έκανε αυτό που κάνουν κατά κόρων οι σημερινοί ψηλοί. Δεν έμενε απλά κάτω από το καλάθι περιμένοντας το επόμενο θύμα του. Λόγω της ταχύτητας του έβγαινε εάν ήταν ανάγκη και στην περιφέρεια για να κλείσει διαδρόμους και να παγιδεύσει τους αντίπαλους κοντούς προκειμένου να τους οδηγήσει σε λάθη που θα έδιναν επιπλέον ευκαιρίες στην ομάδα του για αιφνιδιασμό. Αυτή η διαδικασία μάλιστα είχε και όνομα. Την έλεγαν άμυνα «Hey, Bill» γιατί κάθε φορά που κάποιος συμπαίκτης του είχε ανάγκη από βοήθεια του φώναζε «Hey, Bill» ώστε να σπεύσει, αφού δεν το είχε σε τίποτα να πάει έως εκεί και να επιστρέψει πίσω στην ρακέτα προτού η μπάλα φτάσει στον παίκτη που μάρκαρε. Εάν μετρούσαν από τότε τα κλεψίματα σίγουρα τα νούμερα του θα ήταν αξιοθαύμαστα για τα δεδομένα ενός center. Για τα περίφημα πλέον deflections ούτε λόγος. Hταν ο πατέρας τους.

Η δυνατότητα του στην πάσα ήταν αυτή που ολοκλήρωνε την μοναδικότητα του. Ψηλός που να μπορούσε να τρέξει το γήπεδο με τη μπάλα στα χέρια και να έχει παραπάνω από πέντε ασίστ ανά αγώνα δεν είχε υπάρξει ποτέ και έκανε να εμφανιστεί πολλές δεκαετίες μετά τον Russell. Από το 1962 έως το 1969 είχε μόνιμα πάνω από 4.5 ασίστ ανά αγώνα στην κανονική περίοδο φτάνοντας τις 5.8 το 1967 και στα playoffs στο ίδιο διάστημα με εξαίρεση το 1964 (4.4) ο μέσος όρος του ξεπερνούσε τις πέντε με κορυφαία επίδοση του τις 6.3 του 1965. Εκείνη την χρονιά ήταν ο κορυφαίος πασέρ των Celtics στην postseason κάτι που συνέβη τόσο το 1966 με πέντε ασίστ ανά αγώνα όσο και το 1967 με 5.6, σεζόν κατά την οποία πρώτευσε ανάμεσα στους συμπαίκτες του και στην κανονική περίοδο. Ακόμα πιο εντυπωσιακό ίσως είναι το γεγονός πως στα 13 χρόνια που φόρεσε τη φανέλα των Celtics ήταν πάντα τουλάχιστον δεύτερος σε ασίστ εκτός από δύο σεζόν που ήταν 3ος.

Όλα αυτά τα κατορθώματα του χάρισαν πέντε φορές το βραβείο του MVP της κανονικής περιόδου (1958, 1961, 1962, 1963, 1965). Το παράδοξο της υπόθεσης είναι πως βρέθηκε στην κορυφαία πεντάδα του πρωταθλήματος μόνο τρεις χρονιές (1959, 1963, 1965), καθώς για την ανάδειξη του πολυτιμότερου παίκτη ψήφιζαν μέχρι το 1980 οι παίκτες και όχι οι δημοσιογράφοι με τους οποίους δεν είχε καθόλου καλές σχέσεις και έτσι δεν του έδιναν την ψήφο τους για την καλύτερη πεντάδα με αποτέλεσμα ο Russell να είναι ο μόνος MVP μαζί με τον αντικαταστάτη του στην θέση «5» στους Celtics, Dave Cowens, το 1973 που δεν έχει βρεθεί σε αυτήν και μάλιστα τρεις φορές.

Δυστυχώς το NBA δεν είχε θεσπίσει ακόμα τα βραβεία του MVP των τελικών και του αμυντικού της χρονιάς. Το πρώτο άρχισε να το δίνει από το 1969 και μετά και το δεύτερο από το 1983. Σε διαφορετική περίπτωση ο Russell ίσως να έχει καμιά δεκαριά από το καθένα. Αυτός είναι ο λόγος που πλέον το βραβείο του πολυτιμότερου παίκτη των τελικών φέρει το όνομα του. Μαζί με τον Chamberlain (1966, 1967, 1968) και τον Larry Bird (1984, 1985, 1986) είναι οι μόνοι παίκτες που έχουν πάρει τρεις συνεχόμενες χρονιές το βραβείο του MVP της κανονικής περιόδου, ενώ ο μόνος που έχει συνολικά περισσότερα από τον ίδιο είναι ο Kareem Abdul-Jabbar με έξι (1971, 1972, 1974, 1976, 1977, 1980).

Παρά την απόλυτη κυριαρχία επί των ημερών του Russell οι κάτοικοι της Βοστώνης δεν γέμιζαν το θρυλικό Boston Garden. Σε ένα γκάλοπ που είχαν διεξάγει οι Celtics προκειμένου να δουν τι μπορούν να κάνουν για να αυξήσουν τις πωλήσεις των εισιτηρίων τους παραπάνω από το 50% όσων ερωτήθηκαν απάντησαν πως δεν πηγαίνουν στα παιχνίδια τους επειδή έχουν πολλούς Αφροαμερικανούς (σ.σ. οι Celtics ήταν η πρώτη ομάδα του NBA που παρατάχτηκε με πέντε Αφροαμερικανούς στην πεντάδα της). Αντίθετα οι αγώνες των Boston Red Sox στο μπέιζμπολ ήταν πάντα sold out και ας είχαν να πάρουν το πρωτάθλημα από το 1918 (τελικά τα κατάφεραν το 2004) επειδή έπαιζαν μόνο λευκοί. Τελικά η πόλη αγκάλιασε για τα καλά τους Celtics όταν κατέκτησαν τον τίτλο το 1974 και το 1976, αφού οι σταρ τους ήταν ο John Havlicek και ο Cowens.

Αυτό ήταν το μεγάλο παράπονο του Russell. Πως τα όσα έκανε δεν εκτιμήθηκαν από τον κόσμο της Βοστώνης. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο ίδιος και η οικογένεια του είχαν δεχτεί ρατσιστικές επιθέσεις (είχαν βανδαλίσει μέχρι και το σπίτι του γράφοντας με σπρέι ρατσιστικά συνθήματα στους τοίχους) και δεν είχε διστάσει να πει δημόσια πως παίζει μόνο για τους Celtics και όχι για την πόλη της Βοστώνης. Όταν οι Celtics θέλησαν να τον τιμήσουν το 1972 ανεβάζοντας την φανέλα του με το νούμερο «6» στην οροφή του Boston Garden ζήτησε η τελετή να γίνει σε άδειο γήπεδο χωρίς την παρουσία δημοσιογράφων και μόνο με τους συμπαίκτες του. Τελικά την επανέλαβαν με δόξα και τιμή όπως του άρμοζε το 1999.

Αν πει κανείς πως εκτός γηπέδου ο Russell βρισκόταν σε πόλεμο με τους πάντες στην Βοστώνη εκτός από τους Celtics δεν θα πέσει έξω. Μετά την κατάκτηση του τίτλου το 1969 στην έδρα των Lakers 30 χιλιάδες κόσμος περίμενε τους πρωταθλητές για να πανηγυρίσουν μαζί μόνο που ο Russell δεν εμφανίστηκε ποτέ. Ανακοίνωσε την αποχώρηση του από την ενεργό δράση μέσω του Sports Illustrated και κατηγορήθηκε από τις εφημερίδες της πόλης πως κατάστρεψε το μέλλον της ομάδας, καθώς την άφησε και χωρίς προπονητή και χωρίς center, χώρια που τον ξεφώνισαν επειδή πήρε 10 χιλιάδες δολάρια για να δώσει αποκλειστικά το θέμα της απόσυρσης του στο περιοδικό. Ποσώς τον ένοιαξε βέβαια. Επανέλαβε για πολλοστή φορά πως δεν χρωστάει τίποτα στην Βοστώνη και τους κατοίκους της και έκοψε κάθε δεσμό με την πόλη.

Οι Celtics έμειναν εκτός playoffs για δύο συνεχόμενα χρόνια προτού ξαναμπούν στον ίσιο δρόμο και στην μετά Russell εποχή κατάφεραν να προσθέσουν στην τροπαιοθήκη τους άλλα έξι πρωταθλήματα. Ύστερα από αυτά του ’74 και του ’76 έφτασαν πάλι στην κορυφή το 1981, το 1984 και το 1986 και χρειάστηκε να περάσουν 22 χρόνια έως ότου πάρουν τον 17ο και τελευταίο μέχρι σήμερα τίτλο τους το 2008 (σ.σ. φέτος επέστρεψαν στους τελικούς για πρώτη φορά μετά το 2010). Από το 2020 δε μοιράζονται το ρεκόρ πρωταθλημάτων με τους Lakers που επίσης έφτασαν τους 17 τίτλους και ας ηττήθηκαν εφτά φορές στους τελικούς από την ομάδα του Russell.

Παρά την παρουσία σπουδαίων παικτών όπως οι Bob Cousy, Bill Sharman (ως προπονητής το 1972 οδήγησε τους Lakers στο πρώτο τους πρωτάθλημα μετά το 1954), Sam Jones, Tom Heinsohn (διαδέχτηκε τον Russell στον πάγκο των Celtics και πήρε τους δύο τίτλους των 70’s) και John Havlicek ο Russell ήταν αυτός που έκανε τους Celtics ανίκητους. Οι άνθρωποι των Lakers για παράδειγμα είχαν να το λένε πως ο μόνος λόγος που δεν μπορούσαν να τους κερδίσουν ήταν γιατί είχαν τον Russell, ενώ η δική τους ομάδα δεν διάθετε έναν τέτοιο παίκτη. Δεν ήταν δικαιολογία, αλλά η πραγματικότητα και δεν τα κατάφεραν όπως είπαμε παραπάνω ούτε όταν πήραν τον Chamberlain.

Ο Russell άφησε την πρώτη δυναστεία του NBA (οι Lakers είχαν πάρει τα πέντε από τα πρώτα οκτώ πρωταθλήματα) χωρίς τίτλο για 18 χρόνια, τον παίκτη (Chamberlain) που έφτασε να σκοράρει 50.4 πόντους ανά αγώνα με ένα πρωτάθλημα (1967) και τον άνθρωπο (Jerry West) που απεικονίζει το σήμα του NBA άτιτλο για να δημιουργήσει αυτή των Celtics που το να ξεπεραστεί μοιάζει αδιανόητο. Όχι μόνο στο NBA, αλλά σε κάθε σπορ. Lakers, Chamberlain και West κατάφεραν να φτάσουν στην κορυφή τρία χρόνια μετά την αποχώρηση του κι αυτό οριακά, καθώς ο πρώτος αποσύρθηκε το 1973 και ο δεύτερος το 1974. Ο West που είναι ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία των τελικών του NBA με 1.679 πόντους έχασε έξι φορές από τους Celtics του Russell, ενώ ο Chamberlain αποκλείστηκε πέντε φορές στους τελικούς της Ανατολής και έχασε δύο σειρές τελικών.